Λάουρα Μοράντε και Ρομάν Ντουρί |
Ο σεβασμός του σκηνοθέτη για το μεγάλο θεατράνθρωπο, είναι περισσότερο από καθαρός. Τόσο που η ταινία μοιάζει με αγιογραφία. (Αυτό συμβαίνει πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις). Αφού και οι «αδυναμίες» του Μολιέρου, λέμε «αδυναμίες» για να μην πούμε υποχωρήσεις, που είναι και το σωστότερο, αντιμετωπίζονται, και δικαιολογούνται, σαν μέρος της ...υπερβατικής συμπεριφοράς του καλλιτέχνη! Η κολακεία, για να αναφερθούμε μόνο σε ένα παράδειγμα, στην οποία υπέκυψε, σε μερικές περιπτώσεις, και ο ίδιος ο Μολιέρος, στην ταινία ξεπερνιέται σαν «πονηριά», αποστερώντας, έτσι, το δράμα της υπόθεσης, το ηθικό πλήγμα του δημιουργού και την εσωτερική βάσανο του ανθρώπου. Μειώνοντας και μικραίνοντας έτσι τις πηγές από τις οποίες άντλησε έμπνευση ο Μολιέρος. Αυτή η αντιμετώπιση, βέβαια, μειώνει το κύρος και το εύρος και της ίδιας της ταινίας.
Ο Μολιέρος, πάντως, δε χαρίστηκε σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό του. Σε όλα τα έργα του στιγμάτισε τέτοιες συμπεριφορές. Σάρκαζε και αυτοσαρκαζότανε. Με κάθε ευκαιρία χτυπούσε εγωισμούς, υποχωρήσεις, αυταρχισμούς, δεσποτισμούς, φθήνιες, δουλικότητες, κολακείες, πονηριές... Και δε χτυπούσε στον αέρα. Εψαχνε το βάθος των συμπεριφορών και των πραγμάτων. Ολο το έργο του είναι ένα μεγάλο και βαθύ ψυχογράφημα των συμπεριφορών των ανθρώπων και των πολιτικών, των οικονομικών και των κοινωνικών συνθηκών, της εποχής του. Ενα ψυχογράφημα, δυστυχώς, διαχρονικό! Αφού, τα περισσότερα από αυτά που στιγμάτισε ο μεγάλος συγγραφέας, εξακολουθούν να βασανίζουν ακόμα και σήμερα τους ανθρώπους.
Ακριβώς, αυτό το βάθος της σκέψης, έκανε και κάνει το Μολιέρο, έναν από τους μεγαλύτερους διανοητές του κόσμου. Η ταινία δεν ανταποκρίθηκε με την ίδια επάρκεια. Παραμένει, πάντα, ανοιχτή η αντικειμενική μεταφορά του Μολιέρου στον κινηματογράφο. Παρόλα αυτά, όμως, η ταινία του Λορέν Τιράρ βοηθάει, και πολύ μάλιστα, ιδιαίτερα τον απληροφόρητο θεατή, να πλησιάσει και, κατά κάποιο τρόπο, να γνωρίσει και να αγαπήσει το μεγάλο δημιουργό. Ο «παραμυθένιος» τρόπος που διηγείται ένα μέρος της ζωής του Μολιέρου, αυτό της συγγραφικής και υποκριτικής ενηλικίωσής του, αλλά και του πρώτου και σημαντικού ερωτικού πληγώματός του, το οποίο, στην ταινία, στέκεται και η αφορμή για τη μετέπειτα δημιουργία, κάνει ελκυστική τη γνωριμία. Εναπόκειται, πια, στο θεατή, να δει(να ξαναδεί) το Μολιέρο με άλλα μάτια.
Στην ταινία, πέρα από τα «προσωπικά» του Μολιέρου, θίγονται, με τον ίδιο «ανάλαφρο» τρόπο πάντα, και μεγάλα και μικρότερα ζητήματα της τέχνης. Οπως το ερώτημα που «εκκρεμεί», από την εποχή του Αριστοτέλη ακόμα, για την αξία της κωμωδίας! Οπως η αγωνία, που δεν έκρυβε και ο Αριστοφάνης, έστω και αν τη διακωμωδούσε, αν ο κωμωδιογράφος είναι δημιουργός! `Η, ακόμα και το γνωστό μπρεχτικό απόφθεγμα ότι υπάρχουν... χίλιοι (πέντε) τρόποι να πεις την αλήθεια! (Αυτό και σαν θεατρική... ποικιλία, αλλά και σαν τρόπος για να απαντήσεις και να ξεπεράσεις τις απαγορεύσεις)!
Η γραφή (φόρμα) της ταινίας χωρίς να φέρνει τίποτα καινούριο για τον κινηματογράφο, είναι ευχάριστη. Η φωτογραφία, οι μουσικές, τα κοστούμια, οι χώροι, και οι ερμηνείες, είναι σωστά διατυπωμένα. Υπηρετούν την «ανάλαφρη» ματιά του σκηνοθέτη.
Παίζουν: Ρομάν Ντουρί, Φαμπρίς Λουτσίνι, Λάουρα Μοράντε, Eντουαρτ Μπαέρ.