Πέμπτη 1 Νοέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
«Ριζοσπάστης»

Η μεγάλη μου αδελφή, η Ρουμπίνη, με κρατούσε σφιχτά από το χέρι καθώς περπατούσαμε για το Τρίτο Δημοτικό Χαροκόπου.Το σχολείο, με τα κόκκινα κάγκελα, το ήξερα από τον προηγούμενο χρόνο που πήγαινα στο νηπιαγωγείο. Τώρα, καμάρωνα μέσα στην μπλε ποδιά μου και την άσπρη κορδέλα στο κεφάλι. Η αδελφή μου με άφησε στην τάξη και έτρεξε να προλάβει να μπει στη δική της. Πριν λίγο είχε χτυπήσει το κουδούνι.

Σε λίγο ανακατεύτηκα και με άλλα παιδάκια. Η δεσποινίς, με μαύρα μαλλιά και ελιές στο πρόσωπο, μας μέτρησε και μας έδειξε σε ποιο θρανίο θα καθόμασταν. Υστερα ανέβηκε στην έδρα και μας είπε λόγια. Το πιο σπουδαίο ήταν όταν η δεσποινίς ρώτησε; «Ποιο παιδάκι ξέρει να διαβάζει;» Ηξερα! Ηρθε στο θρανίο μου, με πήρε από το χέρι, πήγαμε μαζί στην έδρα και όταν ανεβήκαμε πάνω, είδα τα παιδάκια να σηκώνονται όρθια. «Βλέπετε;» ρώτησε η δεσποινίς. Επειδή δεν έβλεπαν, η δασκάλα έβαλε ένα σκαμνάκι πάνω στο γραφείο της και πάνω στο σκαμνάκι εμένα.

Τώρα με έβλεπαν όλα τα παιδάκια, όπως κι εγώ αυτά. Η δεσποινίς μού έδωσε μια εφημερίδα και μου ζήτησε να διαβάσω. Την άνοιξα μπροστά μου και έτσι κρύφτηκα και πάλι. Αρχισα να διαβάζω. Διάβαζα, χωρίς να καταλαβαίνω το νόημα των λέξεων, άλλοτε κρατώντας την αναπνοή μου και άλλοτε αναστενάζοντας. Σταμάτησα λαχανιασμένη. «Πού έμαθες να διαβάζεις;» με ρώτησε. Μα, πώς δεν το ήξερε; Σπίτι μας κάθε μέρα ο μπαμπάς μας έφερνε την καινούρια εφημερίδα. Τη διαβάζαμε όλοι, κι εγώ. Μάθαινα για την Γκρέτα Γκάρμπο.

Μετά η μαμά μου έδινε τη διαβασμένη εφημερίδα στους γείτονες. Αύριο θα είχαμε την καινούρια. Ετσι η εφημερίδα μού έγινε μια καθημερινή ανάγκη. Στα μέσα του περασμένου Οκτώβρη, βγήκα από το παραλιακό ξενοδοχείο στο παλιό Λιμάνι των Χανίων, αναζητώντας τον «Ριζοσπάστη». Μπήκα και βγήκα από δεκάδες μαγαζιά που πουλούσαν τουριστικές κάρτες, ξενόγλωσσες εφημερίδες και περιοδικά, αναμνηστικά δώρα και άλλα, όχι όμως ελληνικές εφημερίδες. Πήγα από περίπτερο σε περίπτερο μέχρι που κάποιος περιπτεράς μου είπε ότι μόνο δυο μαγαζιά έφερναν εφημερίδες. Το πιο κοντινό ήταν στη στροφή του δρόμου. Ηταν Κυριακή και το δάπεδο μέσα και το πεζοδρόμιο έξω ήταν γεμάτα έντυπα.

Ζήτησα τον «Ριζοσπάστη». «Δεν τον φέρνομε», είπε ο νεαρός ιδιοκτήτης ή υπάλληλος. Ξαπλωμένα γύρω από τα πόδια μου γυμνά αντρικά, γυναικεία και άλλα κορμιά τεντώνονταν προκλητικά σε πολύχρωμα εξώφυλλα. Εκατό μέτρα πιο κάτω στην ίδια πλευρά του πεζοδρομίου ήταν το δεύτερο κατάστημα, εκείνο που διέθετε τον «Ριζοσπάστη». Τον πήρα και τον κράτησα, χωρίς να τον διπλώσω, μέχρι που επέστρεψα στο ξενοδοχείο. Χαμογελούσα σε όλη τη διαδρομή.

Αν κάποιος μου τηλεφωνούσε σπίτι, πριν πάρω τον «Ρ», και απαντούσε η αδελφή μου, έλεγε: «Τηλεφωνήστε της αργότερα, γιατί δεν πήρε ακόμα γραμμή». Επενέβαινε η μαμά μας. «Δε θέλω να μαλώνετε», έλεγε ήρεμα. Εγώ σκεφτόμουν τον Σεργκέι Αϊζενστάιν, αλλά με λάθος τίτλο. Strike.


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ