«Πελώρια τα βουνά της Πίνδου και παρότι αγριωπά έχουν την ομορφιά του. Η εικόνα τους με τους δρυμούς, τις κορυφές που σηκώνουν θαρρείς στη ράχη τους το στερέωμα αιχμαλωτίζει τη ματιά και ανοίγει την όρεξη ...διερεύνησης του χώρου από κοντά, σε όσους έχουν τα κότσια για πεζοπορία.
Χαριτωμένη και η Κόνιτσα απλωμένη στη βουνοπλαγιά με τους εργατικούς και φιλοπρόοδους κατοίκους της, τον ποταμό Αώο με το άφθαρτο νερό και τα τοξοειδή του γεφύρια και τον καρποφόρο κάμπο που απλώνεται στα πόδια της που δροσίζονται από τα νερά του Βοϊδομάτη, με τις φημισμένες πέστροφες!
Στον περίπατο στην ορεινή πόλη, συναντηθήκαμε με τη γιαγιά Πολυξένη που στα εφηβικά της χρόνια την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία, κουβαλούσε μ' άλλες γυναίκες εφόδια στον ελληνικό στρατό σε συνθήκες αβάσταχτα βασανιστικές. Ομως, άντεξε αυτές τις αφάνταστα σκληρές συνθήκες ζωής που επέλεξε εθελοντικά για τη μάνα πατρίδα όσο κράτησε ο πόλεμος στα βουνά κι ένιωθε υπερήφανη για ό,τι προσέφερε στην εθνική υπόθεση. Το ίδιο βοήθησε και τον ΕΛΑΣ, στον αντιστασιακό του αγώνα ενάντια στους κατακτητές και... αντί για παράσημα, δόξες και τιμές, το μετεμφυλιακό κράτος την καταδίκασε σε θάνατο για αντεθνική δράση. Ευτύχημα το ότι γλίτωσε την εκτέλεση, όχι όμως και τη φυλακή για κάμποσα χρόνια!
Ακρίτες οι κάτοικοι της περιοχής ζουν στην άκρη της χώρας μ' ό,τι αυτό συνεπάγεται απλά πολύ κοντά στη φύση με καθαρό νερό και αέρα, καθώς κι άλλα φαγώσιμα που απολαμβάνουν με κοπιαστική εργασία. Από τα μέρη αυτά ξεκίνησαν κάποτε, αφήνοντας πίσω τους τα πετρώδη και φτωχά εδάφη της Ηπείρου, μεγάλοι ευεργέτες του τόπου και άλλοι πρωτομάστορες στην οικοδόμηση έργων, όχι μόνον στον τόπο μας, μα και στο εξωτερικό.
Στο τέλος του Εμφυλίου πολέμου βρέθηκα στρατιώτης για πρώτη φορά, στην ταλαιπωρημένη από τις συγκρούσεις κωμόπολη και πάντα θυμάμαι το ζαχαροπλαστείο με τα ζεστά ραβανί που μοσχοβολούσαν και δεν είχα χρήματα να αγοράσω, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το περιστατικό μα και πολλά άλλα, που παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη, όπως εκείνο με τα μουλάρια του τάγματος και τη διαδρομή προς τη Βήσσανη. Εκανα νυχτερινή βάρδια στον τηλεφωνικό πίνακα μέσα σ' ένα ερειπωμένο εξωκλήσι περασμένα μεσάνυχτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο για να αναγγείλουν ότι λύκοι ρίχτηκαν στο στάβλο και κατασπάραξαν τα μουλάρια. Ο αξιωματικός που έδωσε την πληροφορία μου θύμισε τη φωνή ενός εξαδέλφου μου που έκανε κι αυτός τη θητεία του χωρίς να γνωρίζω πού; Πήρα το θάρρος εκείνη την άγρια νύχτα που λυσσομανούσε ο αέρας και γαύγιζαν άγρια τα τσακάλια ολόγυρα και τον ρώτησα... περί τίνος πρόκειται κι εκείνος αποκρίθηκε ότι είναι πράγματι αυτός, μου ζήτησε μάλιστα να πάω να τον συναντήσω σ' ένα χωριό πιο πάνω στη Βήσσανη. Φρόντισε, να μου δώσουν την άδεια κι έτσι ξεκίνησα την επόμενη μέρα προς τα εκεί μη γνωρίζοντας όμως ποιο δρόμο να ακολουθήσω όταν βρέθηκα μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι. Στο σημείο αυτό δεν υπήρχε ψυχή παρά μόνο ποικιλία πουλιών που χαίρονταν την ηλιόλουστη και ολάνθιστη φύση καλωσορίζοντας τον ερχομό της άνοιξης χορωδιακά και κάτι αετοί και γεράκια που πετούσαν απειλητικά πάνωθέ τους.
Θυμάμαι ότι άναψα τρία και ακόμα δεν είχα φτάσει στο χωριό που αναζητούσα. Ξαφνικά καθώς βάδιζα γοητευμένος από τη βλάστηση και τα πουλιά εμπνεύστηκα τον ακόλουθο στίχο:
"Η γη χορτάτη πια από τα αίματα, τις σφαίρες
ντυμένη το ανοιξιάτικο πολύχρωμο φουστάνι
γιορτάζει τις ηλιόλουστες του Απριλιού ημέρες
με τα πουλάκια συντροφιά τ' αρνάκια του τσομπάνη.
Ο κάτασπρος γεροβοσκός στην κάπα τυλιγμένος
σιγοσφυρίζει κλέφτικο τραγούδι πρωτινό
απ' τον καιρό που ήτανε νέος ξετρελαμένος
με την πιο φίνα του χωριού την όμορφη Λενιώ"
Τον εξάδελφο έφεδρο ανθυπολοχαγό τον συνάντησα τελικά με την κρυφή ελπίδα ότι θα έπαιρνα κάποιο χαρτζιλίκι, αλλά έτυχε να 'ναι κι αυτός αδέκαρος, οπότε, το ραβανί της Κόνιτσας έμεινε... ανέπαφο στο ράφι!».