Κυριακή 15 Ιούνη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ

Το παρακάτω πεζό του Τάκη Φίτσου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νουμάς», στις 20/7/1919

«Κουρασμένοι, τα πόδια τους βουτηγμένα σ' ένα πηχτό, μαυροκόκκινο αίμα, που έτρεχε ακατάπαυστα από τις πληγές, τα κορμιά τους γδαρμένα από τους ραβδισμούς, παραμορφωμένοι, ελεεινοί, σκονισμένοι, κατάμαυροι από τον ήλιο και τη βροχή, σκυφτοί, αμίλητοι, ανέβαιναν από ανηφορικό δρόμο, μισή ώρα έξω από τη Λαμία. Η πείνα είχε σκάψει το πρόσωπό τους και η δίψα είχε κάνει απαίσια τη φωνή τους. Ωστόσο περπατούσαν...

Πίσω τους, πάνω σε ωραία άλογα, έρχονται πλήθος στρατιώτες. Και οι χρεμετισμοί των αλόγων, ανακατωμένοι με τις βρισιές και τα τραγούδια των καβαλάρηδων, και οι αναστεναγμοί οι βαρειοί και θλιβεροί εκείνων που περπατούσαν μπροστά, έδειχναν μια εικόνα φρίκης και αποτροπιασμού.

Τους είχαν εξορίσει από την Αθήνα και τους έστελναν σ' ένα χωριουδάκι της Μακεδονίας. Εκεί θα τους ανάγκαζαν να εργαστούν. Και το ψωμί τους λίγο και η δουλειά πολλή και βαρειά. Ολόκληρα ημερονύχτια περπατούσαν. Στη Θήβα κάποιος σύντροφος έπεσε κάτου. Εσκουζε γοερά από τον πόνο. Και ύστερα από λίγην ώρα ξεψύχησε. Το πτώμα του το έθαψαν αμέσως για να μη βρωμίση. Και η λοιπή συνοδεία τράβηξε το δρόμο της.

Βρισκόντουσαν τώρα σε μια ανοιχτή πεδιάδα, όταν ολόκληρος ο τόπος εκείνος αχολόγησε από τα κλάματα μιας γυναίκας. Ερχόνταν τρεχάτη κουνώντας νευρικά τα χέρια της και τα αχτένιστα μαλλιά της, σα φείδια, ανέμιζαν στον αέρα. Φώναζε δυνατά κάποιο όνομα. Οι στρατιώτες από περιέργεια σταμάτησαν. Εκείνη τότε σύρθηκε κάτου από την κοιλιά των αλόγων και τους παρακαλούσε θερμά να την αφήσουν ν' αγκαλιάση τον αδερφό της. Ναι. Τον είχαν πάρει μαζί με τους άλλους. Αυτή την άλλη μέρα που τόμαθε, πώς δεν της ήρθε ο θάνατος. Αχ, και τι καλός που ήταν μαζί της!... Πόσο την αγαπούσε ο Γιώργης! Γιατί να της τον πάρουν; Τώρα πώς θα ζούσε αυτή; Ποιοι είναι αυτοί που χώρισαν τον αδερφό από την αδερφή; Γιώργηηηη! Και γέμισε τον αέρα από θρήνους.

Οι στρατιώτες γελούσαν. Οι αλήτες έκλαιγαν. Κι ο αδερφός της ορμούσε να την αγκαλιάση.

Σε λίγο άρχισε να βρέχη. Τότε κάποιος από τους στρατιώτες, βλαστημώντας φριχτά, χτύπησε με το θηκάρι του σπαθιού του τη γυναίκα.

- Για το Θεό! Τον αδελφό μου... φώναξε το δυστυχισμένο εκείνο πλάσμα, πέφτοντας στο χώμα.

Και δόθηκε διαταγή να βαδίσουν. Υστερα από λίγην ώρα η συνοδεία χάθηκε, σαν σύννεφο, στο μάκρος του ολόισου δρόμου.

Και ενώ από πάνου ο ουρανός βογγούσε, το άθλιο εκείνο πλάσμα σηκώθηκε αργά και βαρειά, προχωρώντας προς το μέρος που τράβηξε η συνοδεία, ωλόλυζε:

Αδερφούλη μου... Αχ, αδερφούλη μου!...».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ