Για μένα το πιο ενδιαφέρον σημείο της περιπέτειάς σου ήταν η σιωπή που μεσολάβησε, μέχρι να απαντήσεις στην ανόητη ερώτηση του δημοσιογράφου - ανακριτή σου, «αν νιώθεις πιο πολύ Ελληνας ή Αλβανός». Εκεί, Οδυσσέα, πρέπει να παραδεχτείς, δε στάθηκες στο ύψος σου! Δεν πιάστηκες από τον «Τόπο των Βράχων», όπως λέγεται - ποιητικά - η πατρίδα σου. Δεν πήρες υπόψη σου πως ο λαός σου «έρχεται από πολύ μακριά και θα πάει πολύ μακριά»! Δεν εμπιστεύτηκες το μέλλον της χώρας σου. Δεν περπάτησες κόντρα τον Δρίνο, για να φτάσεις στις πηγές του. Στις πηγές της προέλευσής σου. Δεν πέρασες με ένα πήδημα τον Σκούμπι, που χωρίζει, ας το πούμε έτσι, στα δύο την Αλβανία. Δεν αγκάλιασες, δηλαδή, τους Γκέγκηδες και τους Τόσκηδες! Τους δυο λαούς που αποτελούν τη σύγχρονη Ιλλυρία! Απαρνήθηκες, αγόρι μου, τόσους αγώνες, τόσο πόνο, τόσον ιδρώτα...
Εσύ, Οδυσσέα, και συγχώρα με, λύγισες. Είπες εκείνο το «ίσως», που με πλήγωσε! Απαρνήθηκες την Ιθάκη σου, Οδυσσέα. Τον γέροντα Λαέρτη, τη μάνα σου Αντίκλεια, την πιστή Πηνελόπη, τον γιο σου Τηλέμαχο! Απαρνήθηκες βουνά, λόφους, οροπέδια, ποτάμια, λίμνες, το άνοιγμα στην Αδριατική...
Ξέρω, η πείνα, ο φόβος, η ανασφάλεια, θα πεις..., είναι πράγματα που δεν πολεμιούνται. Εδώ δεν έχεις να κάνεις με ένα πιστόλι στον κρόταφο, που στο θυμό σου ή στην απελπισία σου, μπορείς να πεις, «βάρα, ρε, μπαγάσα, ένα "μπαμ" είναι και τέλειωσα». Αυτά τα εμπόδια, ξέρω, σε γδέρνουν αργά αργά, σε τσιγαρίζουν, μέχρι να γονατίσεις οριστικά, μέχρι να πεις έλεος. Δεν είναι σαν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, ούτε σαν τους αέρηδες του Αιόλου. Αυτά τα εμπόδια δε χορταίνουν, αν δε σε κάνουν ένα κουβάρι τύψεις. Ολα αυτά, ξέρω, κάνουν την αξιοπρέπεια περιττή πολυτέλεια...
Και εσύ, για μια ακόμα φορά, Οδυσσέα, υποχώρησες. Είπες εκείνο το πληγωτικό, για όλους μας, «ίσως». Ξέχασες, αγαπημένε μου, ότι και η δική σου Ιθάκη κρύβει ανείπωτες χαρές και υπέροχες υποχρεώσεις. Και ένα θαυμάσιο λαό, που του αξίζει καλύτερη τύχη. Ξέχασες ή απαρνήθηκες; Δε θέλω να μου πεις, εγώ δε σε ανακρίνω. Εγώ, όμως, έτσι για την ιστορία, πρέπει να σου πω πως και η Αλβανία έχει και αυτή ανάγκη από τα χέρια σου, από το μυαλό σου και την καρδιά σου. Και να σε συμβουλέψω, αν γίνεται: Οδυσσέα, ο προορισμός σου πρέπει να είναι επιστροφή σου! Και πρέπει να φτάσεις πίσω στην πατρίδα σου, στο λαό σου, με τις λιγότερες, το δυνατόν, ταπεινώσεις! Φορτωμένος με γνώση και θέληση, για έναν κόσμο χωρίς διλήμματα!