Ο παππούς, από τότε που έγινα δέκα χρονώ, με ζάλιζε με εκείνο το λατινικό ρητό: Αναπνέω άρα υπάρχω. Ε, να τώρα μπορεί να είναι υπερήφανος για μένα, τουλάχιστον γι' αυτό - ότι έμαθα καλά το μάθημά μου, και το κάνω πράξη.
Με λέγανε Δημητράκη. Οσο οι δικοί μου με φωνάζανε με το χαϊδευτικό μου, η ζωή μου ήταν ωραία, καλή και κυρίως απλή. Παιδική και αργότερα νεανική.
Ημουν ξέγνοιαστος. Επαιζα με τους φίλους μου παιχνίδια στον υπολογιστή, έστελνα ερωτικά SMS, έβλεπα και στα κρυφά καμιά τσόντα στο laptop - και, συνήθως, τα μεσημέρια της Κυριακής καθόμουν στο τραπέζι με όλη την πολυπληθή οικογένειά μου, κρυφοκοιτάζοντας κάθε λίγο και λιγάκι το ρολόι μου. Βαριόμουνα σε βαθμό απελπιστικό. Μετά μπαίναμε στο Καγιέν μας για να πάμε βόλτα. Η μαμά μου, έχει δικό της αυτοκίνητο είναι ένα παλιό Πόλο του 2008... Τόσο παλιό!
Με λίγα λόγια, ήμουν ασφαλής, υγιής και αισιόδοξος για το μέλλον μου, το οποίο, φυσικά, και δε με είχε απασχολήσει ποτέ σοβαρά, αφού όλα έδειχναν ότι ήταν εξασφαλισμένο. Το όνειρο της γιαγιάς μου είναι να γίνω ποινικολόγος. Να αθωώνω κατηγορούμενους - έχει τη γνώμη ότι οι ποινικολόγοι υπερασπίζονται καλούς ανθρώπους.
Η μαμά μου επιμένει:
«Δημοσιογράφος της τηλεόρασης! Αυτό είναι επάγγελμα με αίγλη».
Καραγκιοζιλίκια, απαντά ο πατέρας της, ενώ ο δικός μου πατέρας είναι κολλημένος με τις επιχειρήσεις.
«Ο Δημητράκης θα πολιτευτεί. Εχει περισσότερα προσόντα απ' όλους αυτούς που μας διοικούν. Αλλωστε, έτσι αποκτάς χρήματα, αίγλη και εξουσία».
Ο παππούς δε συμφωνούσε, ενώ η αδελφή μου λέει σιγά:
«Να κάτσεις ήσυχος και να μη μεγαλώσεις ποτέ Δημητράκη μου, εγώ λέω να παραμείνουμε παιδιά»!
Πριν από λίγες μέρες, όμως, έμαθα ότι η χώρα μου χρεοκόπησε, χρωστάει 58 δισεκατομμύρια ευρώ και ο πατέρας μου, επίσης χρωστάει. Το μεγάλο σπίτι που μένουμε δεν είναι πια δικό μας, ούτε το Καγιέν, τα παίρνει - λένε - η τράπεζα. Μέσα σε μια βδομάδα, η θεία Λιλή έχασε και τη δουλειά της και τον αρραβωνιαστικό της, ενώ η θεία Μαρία δεν έχασε τίποτε - αφού ούτε δουλειά είχε, ούτε αρραβωνιαστικό.
«Καιρός είναι να βρεις», της λένε.
«Μα αφού δεν ξέρω να κάνω τίποτε», απαντά απελπισμένα.
«Να πολιτευτείς», πετάει η μάνα μου, και τότε γίνεται το έλα να δεις.
Ενα παιδί χωρίς μέλλον, χαμένο από χέρι. Ενας ανεπάγγελτος, το πολύ - πολύ ένας ωρομίσθιος! Ετσι ψιθυρίζουν. Η Νανά σπαράζει από το κλάμα. Φαίνεται ότι το ωρομίσθιος την τάραξε πιο πολύ και από το Καγιέν.
Σιγά μην ξέρει το βλήμα και από μάρκες αυτοκινήτων, μην τρελαθούμε τελείως.