Η μεταφορά του Φεστιβάλ στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας έδωσε νέα ώθηση στην μεγάλη πολιτική - πολιτιστική γιορτή της νεολαίας από πολλές απόψεις. Δεν ήταν μόνο ο πανέμορφος και πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με την Πανεπιστημιούπολη χώρος του πάρκου. Πρώτα και κύρια ήταν ο ενθουσιασμός με τον οποίο «αγκάλιασαν» εργαζόμενοι και νεολαία των περιοχών την πολιτική και πολιτιστική πρόταση του ΚΚΕ. Για τρεις μέρες δεν υπήρχε χώρος στο Φεστιβάλ - από τη Διεθνούπολη μέχρι το χώρο νέων εργαζομένων και από τον κινηματογράφο μέχρι τις μουσικές και θεατρικές σκηνές - που να μην ήταν γεμάτος. Δεν υπήρξε εκδήλωση και συζήτηση, που δεν παρακολουθήθηκε με ενδιαφέρον από χιλιάδες επισκέπτες. Δεν υπήρξε συναυλία που δεν «δόνησε» την ατμόσφαιρα, ενώ πιο αργά στα λαϊκά γλέντια έσμιγαν νέοι και μεγαλύτεροι με τον αυθεντικό, «έξω καρδιά» τρόπο που μόνο οι άνθρωποι του μόχθου ξέρουν να διασκεδάζουν. Οι επισκέπτες εναρμονίστηκαν μοναδικά με τη μορφή και το περιεχόμενο του Φεστιβάλ. Εξέφραζε κάθε πόθο κι αγωνία τους, ένιωθαν «σαν στο σπίτι τους» στο χώρο που στήθηκε και λειτούργησε με γνήσια ανιδιοτελή εθελοντική προσφορά νέων, εργαζόμενων, καλλιτεχνών.
Και συνεχίζουμε. Χρέος κάθε κομμουνιστή και κομμουνίστριας είναι πιο ορμητικά, πιο αποφασιστικά, με καλύτερα επιχειρήματα και φαντασία να έρθει σε επαφή με τον εργαζόμενο λαό, όπου αυτός ζει κι εργάζεται. Με όλες μας τις δυνάμεις ριχνόμαστε όλοι στη μάχη των εκλογών στις 7 Νοέμβρη για να βγει η «Λαϊκή Συσπείρωση» πιο δυνατή, να σηκώσει ο λαός κεφάλι!