Η ταινία δεν έχει αρετές. Σενάριο πεζό, που επιμένει πεισματικά στην επιφάνεια και εκτείνεται με συνοπτικές διαδικασίες σε μια ολόκληρη ζωή με τρόπο τόσο ανάλαφρο, που κλίνει περισσότερο στη φάρσα... Διάλογοι συμβατικοί με κίβδηλο, ανιαρό, επαρχιώτικο καθωσπρεπισμό. Ερμηνείες που, σαν οργανικό μέρος μιας κακιάς ολότητας, δεν μπορούν να μείνουν ανέπαφες, άρα αδύνατον να αφήσουν ίχνη στη μνήμη. Κι ας γίνεται πολύς λόγος για το Οσκαρ που περιμένει την επαγγελματία Μέριλ Στριπ στη γωνία, η οποία λέγεται ότι γράπωσε το ρόλο της γηραιάς Θάτσερ από τα μαλλιά. Αλλά ούτε η καρικατούρα της Στριπ είναι σε θέση να σώσει αυτό το τηλεοπτικό ανοσιούργημα, που το μοναδικό που τω όντι επιτυγχάνει, είναι να διαστρεβλώνει την Ιστορία. Γιατί η Ιστορία ξεπετάγεται εν είδει τίτλων τηλεοπτικών ειδήσεων σε 60 δευτερόλεπτα. Ο πόλεμος στα νησιά Φόκλαντ, η μεγαλειώδης απεργία των ανθρακωρύχων, το γκρέμισμα του κοινωνικού κράτους, η ανεργία, ο ΙΡΑ...
Ο σχεδιασμός στον οποίο υπακούουν οι αφηγηματικές στρατηγικές είναι δομημένος με ραχοκοκαλιά τις flash back αναφορές με χρονολογική σειρά και τη μείξη των χρόνων παρελθόντος/παρόντος, καθώς και τις εναλλαγές ιδιωτικής/δημόσιας σφαίρας. Η σκηνοθέτης - μάλλον διεκπεραιωτής, όπως αποκαλεί αυτούς τους χολιγουντιανούς ο Ταρ - άνοιξε τα χαρτιά της εξαρχής και μετά το 'ρίξε στην καταχρηστική επανάληψη! Την χωρίς εκπλήξεις, την επικίνδυνα προβλέψιμη. Το στοιχείο του «ζωντανού» φαντάσματος του συζύγου θα μπορούσε να αποδώσει κατά τι, εκχυδαΐστηκε όμως μέσα από την υπέρμετρα άλογη χρήση.
Ταινία ατάλαντη και επιφανειακή για να θεωρηθεί αμφιλεγόμενη, αλλά και ιδιαίτερα αρτηριοσκληρωτική, ώστε στο διάβα της να παρασύρει κι άλλους, πέρα από κάποιους συμπλεγματικούς, μικροαστούς νοικοκυραίους...
Ποιος σ' αυτήν τη γη θα πλήρωνε αντίτιμο για να δει την προσωπική ιστορία της Μάργκαρετ Θάτσερ... Αν είναι δυνατόν!
Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Τζιμ Μπρόντμπεντ, Ολίβια Κόλμαν, Αλεξάντρα Ροτς, Χάρι Λόιντ κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2011).