Πέμπτη 12 Γενάρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΠΕΛΑ ΤΑΡ
Κολαστήριο

Κολαστήριο για τον μοναχικό Κάρερ η ίδια του η ύπαρξη. Εκείνος αποτραβηγμένος, παρατηρητής της ζωής... Της ζωής που αναπόφευκτα χτίζεται πάνω στην ρουτίνα της παραγωγής που καταγράφεται σαν ατέρμονο πηγαινέλα των εναέριων βαγονέτων του ορυχείου μιας βιομηχανικής περιοχής σε αποσύνθεση. Ο Κάρερ κοιτάζει την αέναη κίνηση κλεισμένος στον δικό του, προσωπικό χώρο. Απουσία παραγωγικών σχέσεων χαρακτηρίζει και το σύνολο των χώρων στους οποίους κινείται ο Κάρερ και συνθέτουν τον κόσμο του. Και αυτόν τον κόσμο που, είτε επέλεξε είτε βρέθηκε παρά την θέλησή του, τον αισθάνεται και τον βιώνει ο Κάρερ σαν τόπο τιμωρίας και βασανισμού! Σε εξέχουσα θέση το μπαρ «Τιτανικός» που τραβά σαν μαγνήτης ανθρώπινα ναυάγια, που σβησμένα σαν ζόμπι, μοιάζουν ανίκανα να αντιδράσουν στον όποιο κραδασμό του περιβάλλοντος. Τίποτα δεν βρίσκεται σε κίνηση, μόνο ο ιδιοκτήτης του μπαρ που βγάζει λεφτά με απατεωνιές... Ηδη από την αρχή γνωρίζουμε ότι ο Κάρερ έχει «κρεμαστεί» από την παντρεμένη τραγουδίστρια του «Τιτανικός». Εχει εναποθέσει την ζωή του στις βουλές της, που τις έχει ανάγει σε λόγο δικής του ύπαρξης! Μόνο λίγο πριν το τέλος αντιλαμβανόμαστε ότι η σχέση του Κάρερ με την τραγουδίστρια είχε περισσότερο να κάνει με μια διαδικασία αυτογνωσίας, με α-συνείδητη διερεύνηση των κόκκινων γραμμών στο δικό του αξιακό σύμπλεγμα. Και όσο η μοιραία «μάγισσα» του επαναλάμβανε παιχνιδιάρικα ότι μεταξύ τους δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει κάτι παραπάνω, τόσο η έμμονη ιδέα του Κάρερ για την ολοκληρωτική κατάκτηση του αδύνατου - σαν λύση στο υπαρξιακό του ανεκπλήρωτο, μέσα σε έναν κόσμο που διαρκώς ερημώνει και μεταλλάσσεται σε ζούγκλα - τροφοδοτούνταν και ανδρωνόταν.


«

Νομίζω ότι όλες μου οι ταινίες μιλούν, με την μια ή την άλλη μορφή, για τα συστήματα στα οποία διαρθρώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις, οι σχέσεις μεταξύ ατόμων, συμφερόντων και συναισθημάτων. Μια καινούρια ταινία μπορεί να είναι είτε η συνέχεια, είτε η επέκταση μιας προηγούμενης, στο επίπεδο του στοχασμού» αναφέρει ο Ταρ που γεννήθηκε το 1955 στο Πετς της Ουγγαρίας, τον οποίο οι επιφανέστεροι διεθνείς κριτικοί κατατάσσουν ανάμεσα στους κορυφαίους δημιουργούς όλων των εποχών και που ο ίδιος, τον περασμένο Σεπτέμβρη δήλωσε σε συνέντευξή του ότι με την τελευταία του ταινία «ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΤΟΡΙΝΟ» έκλεισε οριστικά το μαγαζί!...

Ο κινηματογράφος στην Ουγγαρία της μακράς και διακεκριμένης κινηματογραφικής παράδοσης ταυτίστηκε, πολύ νωρίτερα από οπουδήποτε αλλού, με μορφή τέχνης, γεγονός που επέβαλε εξαρχής την έμφαση στις λογοτεχνικές και διανοητικές πλευρές του μέσου. Ο Μπέλα Ταρ - ολοκληρωμένος κινηματογραφιστής - και όχι σκηνοθέτης/διεκπεραιωτής - με αναγνωρίσιμη προσωπική γραφή και στιλ - ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '70 με μια σειρά έργων κοινωνικού ρεαλισμού - τύπου Κεν Λόουτς - και στιλιστικού ανθρωποκεντρισμού - τύπου Κασσαβέτη. Στα μέσα του 1990 είχε ήδη αναπτύξει μια μοναδικά εκφραστική κινηματογραφική φωνή με ένα τρόπο που μόνο η πλούσια καλλιτεχνική παράδοση του ουγγρικού σινεμά θα μπορούσε να καταστήσει δυνατό.

Το σινεμά του Ταρ αξιώνει έναν θεατή διαθέσιμο και «ανοιχτό» να αφεθεί στο βλέμμα του, να συντονιστεί με κείνο του δημιουργού της ταινίας, που θα μπορέσει να ξαναβρεί το δικό του, απαλλαγμένο όμως από οτιδήποτε τον εμπόδιζε να δει. Το σενάριο στο «ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ» είναι απλό και συνάμα πολυεπίπεδο. Η αφήγηση είναι δευτερεύουσα, το ίδιο και οι διάλογοι, χωρίς ωστόσο να είναι ασήμαντοι. Η ιστορία εντελώς βοηθητική ξετυλίγεται υπό το πρίσμα του ανεξίτηλου ασπρόμαυρου βλέμματος του Κάρερ μέσα σε μια υγρή και μόνιμα καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Η σκηνοθεσία προτρέπει σε γλυκιά εγκατάλειψη, σε δίωρο ρεμβασμό, των στιλιζαρισμένων πλάνων - σεκάνς, που η διάρκειά τους αντί να προκαλεί, ίσως, δυσφορία, γοητεύει, λόγω των ανεπαίσθητων κινήσεων της κάμερας που μοιάζει να χαϊδεύουν το χώρο για να ξεσκεπάσουν στο μισοσκόταδο το μυστήριο. Οι μελωδικές κινήσεις της μηχανής παίζουν με τα εξωτερικά, αλλά και τα εσωτερικά, όπως σπανίως τα βλέπουμε στο σινεμά. Ο σκηνοθέτης περιορίζεται σε εναλλαγή συγκεκριμένων τύπων πλάνου, σε αργά πανοραμίκ με γερανό, σε αργά λατεράλ σε ράγες και σε στατικά, μεσαία πλάνα των πρωταγωνιστών. Είναι πανεύκολο να αφεθεί κανείς στην απόλαυση των εννοιών και των αισθήσεων, στο λίκνισμα των εικόνων υπό τους ήχους μουσικής που χρησιμοποιείται με πνεύμα οικονομίας. Μέσα σε ένα ασπρόμαυρο σύμπαν που καλύπτεται από το βέλο της μελαγχολίας, μέσα στην νύχτα, με τον χρόνο μόνιμο θαμώνα στα τραπέζια του μπαρ, ανάμεσα στο κλάμα του ακορντεόν και τα βρώμικα κόλπα, ο Ταρ μιλά για ανεκπλήρωτους πόθους και μοναξιά σε μια ταινία πιο κοντά σε απόδοση ψυχικών καταστάσεων παρά μιας ιστορίας που να δονείται από την ίντριγκα. Είναι ένα αργό, υπαρξιακό ποίημα μέσα σε ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ, με την παντρεμένη τραγουδίστρια, την «μάγισσα», στον δομικό ρόλο της μοιραίας γυναίκας στις ταινίες του είδους. Η ταινία, με ροή απόλυτα μουσική, μιλά για τα υπαρκτά εγκαταλειμμένα τοπία - που παραπέμπουν σε φιλμ επιστημονικής φαντασίας - για τα απομεινάρια ολόκληρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων σα στοιχειωμένα χαλάσματα που αντικατοπτρίζονται στην εσωτερική ερήμωση των ανθρώπων και για τη φύση ενός κόσμου αποξενωμένου, όπου επανέρχεται ο νόμος της ζούγκλας απομένει τίποτα.

Το «ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ» με την παράξενα υπνωτιστική του ποιότητα, όπως και κάθε άλλο σπουδαίο έργο τέχνης, είναι κάτι απείρως περισσότερο από το άθροισμα των μερών που το συνθέτουν...

Παίζουν: Μικλός Ζέκελι, Βάλι Κέρεκες, Γκιόργκι Τσέρχαλμι κ.ά.

Παραγωγή: Ουγγαρία (1988).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ