Επί τέσσερις δεκαετίες, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι τα κύτταρα της καρδιάς δεν πολλαπλασιάζονται και έτσι κάθε θάνατος κυττάρου αδυνατίζει το όργανο. Προσεκτικότερη μελέτη έδειξε ότι η εικόνα αυτή δεν ήταν ακριβής. Η καρδιά αντικαθιστά με νέα κύτταρα το 1% των 4-5 δισεκατομμυρίων κυττάρων της. Τα νέα κύτταρα προέρχονται τόσο από κυτταρική διαίρεση των παλιών, όσο και από διαφοροποίηση βλαστοκυττάρων που ενυπάρχουν στον καρδιακό ιστό. Αυτός ο μηχανισμός επιτρέπει στην καρδιά να αυτοεπισκευάζεται σε ένα μικρό βαθμό. Για παράδειγμα, τις πρώτες δύο βδομάδες μετά από μια καρδιακή προσβολή, τα βλαστοκύτταρα δραστηριοποιούνται και δραστηριοποιούν και άλλα κύτταρα για να αντικαταστήσουν τα κατεστραμμένα, που μπορεί να ξεπερνούν και το 1 δισεκατομμύριο. Λόγω του αργού ρυθμού αυτοεπισκευής, το αποτέλεσμα είναι ο σχηματισμός εκτεταμένου ουλώδους ιστού. Στην περιοχή του ουλώδους ιστού, η καρδιά φουσκώνει περισσότερο από το κανονικό, με αποτέλεσμα να γίνει λιγότερο αποτελεσματική αντλία αίματος.
Η θεραπεία με τα βλαστοκύτταρα αυξάνει κάθετα τη διαθέσιμη ποσότητα αυτών των κυττάρων, άρα και τη θεραπευτική τους ικανότητα, με αποτέλεσμα βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας κατά τουλάχιστον 10%, με ταυτόχρονη μείωση του ουλώδους ιστού.
Πολλές ερωτήσεις παραμένουν αναπάντητες. Δεν είναι γνωστό ακόμα ποια ακριβώς από τα είδη βλαστοκυττάρων είναι πιο αποτελεσματικά και ποια είναι η καλύτερη μέθοδος προετοιμασίας τους πριν τη θεραπεία. Ωστόσο, η πρόοδος στον τομέα είναι πολύ γρήγορη.