Σάββατο 14 Απρίλη 2001 - Κυριακή 15 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ιδού ποιοι ρίχνουν λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού

Από κατάλογο 193 προϊόντων και υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδας, προκύπτει ότι το 2000 στα 86 απ' αυτά σημειώθηκαν ανατιμήσεις πάνω από το μέσο όρο του πληθωρισμού (3,2%), που φτάνουν μέχρι 44,3%

Αποτελεί κοινό μυστικό - και ταυτόχρονα καταγεγραμμένο γεγονός στα επίσημα στοιχεία - ότι το 2000 «το τέρας του πληθωρισμού» αγρίεψε και άρχισε να δείχνει τα κοφτερά του δόντια, συμπιέζοντας έτσι σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα (από εκείνα που σχεδίαζαν κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες) την αγοραστική δύναμη των μισθωτών, των συνταξιούχων και γενικότερα των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η αναζωπύρωση του πληθωρισμού, τη χρονιά που πέρασε - εκτινάχτηκε από 2,6% το 1999 σε 3,2% το 2000 - καταγράφεται και στην έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Λουκά Παπαδήμου για τη «Νομισματική Πολιτική 2001- 2002», που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη βδομάδα. Στην ίδια έκθεση, αναφέρεται επίσης ότι ο «εναρμονισμένος τιμάριθμος» στην Ελλάδα ανέβηκε από 2,1% το 1999 σε 2,9% το 2000. Και όπως ομολογεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας στην έκθεσή του, ο πληθωρισμός το 2000 θα είχε κλείσει σε πιο υψηλά επίπεδα, αν η κυβέρνηση - στην προσπάθειά της να εκπληρώσει τα κριτήρια για την ένταξη στην ΟΝΕ - δεν είχε προχωρήσει στις μειώσεις των τιμών των αυτοκινήτων (με τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης το 1999) και των τιμολογίων της ΔΕΗ (με τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ από 18 σε 8%). Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (Απρίλης 2001), φέτος το Μάρτη ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξανόταν με ακόμη πιο ταχύ ρυθμό. Συγκεκριμένα, σε μέσα επίπεδα ο ρυθμός είχε διαμορφωθεί στο 3,3%, ενώ ο εναρμονισμένος αυξανόταν - σε δωδεκάμηνη βάση - με ρυθμό 3,2%.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως επίσης οι κυβερνώντες και οι κάθε είδους θιασώτες της «απελευθερωμένης αγοράς» και της «παγκοσμιοποίησης» δηλώνουν και πάλι «ανήσυχοι» από την ανοδική πορεία πληθωρισμού. Για παράδειγμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία - λίγες μέρες μετά την έγκριση από το ΕΚΟΦΙΝ του ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης (εκτιμά ότι ο «εναρμονισμένος» πληθωρισμός στην Ελλάδα θα έκλεινε το 2000 στο 2,7% και το 2001 θα πέσει στο 2,3%) - κάνει διαφορετικές εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι το 2000 ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα θα έκλεινε στο 2,9% (και πράγματι, με βάση τα οριστικά στοιχεία της Eurostat έκλεισε στο 2,9%), ενώ για το 2001 προβλέπει ότι θα ανέβει στο 3,4%, για να υποδείξει στην κυβέρνηση σκλήρυνση της εφαρμοζόμενης αντιλαϊκής πολιτικής. Ολοι οι παραπάνω, που καμώνονται πως ανησυχούν από την ανοδική πορεία του πληθωρισμού, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποκρύψουν συνειδητά και συστηματικά τις πραγματικές αιτίες που προκάλεσαν την αναζωπύρωσή του και αξιοποιούν την ανοδική πορεία του πληθωρισμού για τη διαιώνιση της πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας με νέα αντιλαϊκά μέτρα.

Αν και τώρα «δεν τους παίρνει» πια να αναπαράγουν, ευθέως, τη γνωστή αντιδραστική θεωρία ότι δήθεν «φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό» (αφού για πολλοστή χρονιά οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών κινούνται πολύ κάτω από το ποσοστό της επίσημης αύξησης του πληθωρισμού), ρίχνουν το ανάθεμα στην αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου και καλούν εμμέσως τους εργαζόμενους να δείξουν... αυτοσυγκράτηση στις μισθολογικές τους διεκδικήσεις. Στα πλαίσια αυτά, καλούν τους εργοδότες (θύτες) και τους εργαζόμενους - συνταξιούχους (θύματα) «να τα βρουν» στην εφαρμογή της κατάλληλης εισοδηματικής πολιτικής (που θα περιορίζει τις ονομαστικές αυξήσεις σε χαμηλά επίπεδα, γύρω και κάτω από τον πληθωρισμό) και ταυτόχρονα, για τα μάτια του κόσμου, καλούν τους μεγαλοεπιχειρηματίες που έχουν το πάνω χέρι στη διαμόρφωση των τιμών να μην επιβάλουν μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των ειδών και υπηρεσιών που επηρεάζουν τον τιμάριθμο!

Ιδού η ρίζα του κακού

Τα αναλυτικά στοιχεία, με την εξέλιξη των τιμών σε 193 αγαθά και υπηρεσίες, που περιλαμβάνονται στην έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, αποκαλύπτουν πως ο μεγάλος ένοχος για την άνοδο του πληθωρισμού δεν είναι οι διεθνείς τιμές πετρελαίου και η εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής που έγινε το 1998 για να ενταχθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ, αλλά η ίδια η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και όλοι εκείνοι που στηρίζουν αυτή την πολιτική. Η ρίζα του κακού για τον πληθωρισμό - που έκανε ακριβότερο και ταυτόχρονα ελαφρύτερο το καλάθι της εργαζόμενης νοικοκυράς - βρίσκεται κυρίως:

Πρώτον, στην κυβέρνηση, που διατήρησε και διεύρυνε το καθεστώς απελευθέρωσης των τιμών και ταυτόχρονα επέβαλε μεγάλες αυξήσεις στα τιμολόγια των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών που εξακολουθούν να ελέγχονται από το δημόσιο.

Δεύτερον, στους μεγαλοεπιχειρηματίες (που στήριξαν την κυβέρνηση για να εκμεταλλευτούν την απελευθέρωση των αγορών, προσβλέποντας σε παραπέρα αύξηση των κερδών και υπερκερδών τους με την ένταση της κερδοσκοπίας).

Του λόγου το αληθές τεκμηριώνουν και τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, από τον κατάλογο που καταγράφει τις εξελίξεις των τιμών σε 193 αγαθά και υπηρεσίες που δημοσιεύτηκε στην τελευταία έκθεση του διοικητή για τη Νομισματική Πολιτική του 2001. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το έτος 2000:

  • 86 προϊόντα και υπηρεσίες ακρίβυναν - επίσημα - σε ποσοστό που κυμάνθηκε από 3,2% μέχρι και 44,3%. Δηλαδή, το ποσοστό αύξησης υπερκάλυψε την επίσημη αύξηση τόσο του πληθωρισμού (επίσημα έκλεισε στο 3,2%) όσο και των ονομαστικών αυξήσεων μισθών και συντάξεων στο δημόσιο, που δόθηκαν με την επίσημη εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης.
  • 84 προϊόντα και υπηρεσίες, ακρίβυναν σε ποσοστό που κυμαίνεται από 0 μέχρι και 3,1% και σε άλλα καταγράφηκαν μειώσεις τιμών σε ποσοστό από 0,1% (ζυμαρικά) ως 11,9% (νωπά λαχανικά).

Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι «λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού», δεν έριξαν μόνο οι ιδιώτες επιχειρηματίες (κυρίως οι μεγάλοι που έχουν το πάνω χέρι στη διαμόρφωση των τιμών στην αγορά), αλλά και η ίδια η κυβέρνηση που ενέκρινε τσουχτερές αυξήσεις στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με βάση τις αποφάσεις των διοικήσεων των ΔΕΚΟ που ελέγχονται από την κυβέρνηση, οι διοικήσεις των ΕΛΔΑ, των ΕΛΤΑ, της ΕΘΕΛ, της «Ολυμπιακής Αεροπορίας», του ΟΣΕ, της ΕΥΔΑΠ κλπ., προχώρησαν σε αυξήσεις τιμών, που κατά μέσο όρο το 2000 ανήλθαν σε:

  • 44,3% στο πετρέλαιο θέρμανσης και 8,5% στις βενζίνες.
  • 20,3% στα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών (μπλε και πράσινα λεωφορεία, τρόλεϊ, ΗΣΑΠ, ΜΕΤΡΟ).
  • 12,5% στα εισιτήρια των τρένων του ΟΣΕ για υπεραστικές διαδρομές.
  • 11,4% στα ταχυδρομικά τέλη.
  • 5,9% στα τιμολόγια ύδρευσης (νερό).

Τα παραπάνω ποσοστά αναφέρονται στις λεγόμενες μεσοσταθμικές αυξήσεις, που σημαίνει ότι ο μέσος όρος αύξησης των επιμέρους τιμολογίων άλλες φορές είναι μεγαλύτερος και άλλες μικρότερος. Για παράδειγμα, τα τηλεφωνικά τέλη που τα εμφανίζουν ότι μειώθηκαν κατά 5,7%. Η μείωση αυτή προέκυψε από τη μείωση των υπεραστικών συνδιαλέξεων και στα κινητά τηλέφωνα, ενώ η αστική μονάδα συνδιάλεξης (τιμολόγια που βαρύνει τα πλατιά λαϊκά στρώματα) αυξήθηκε περίπου 20%, με συνέπεια να φουσκώσουν ανάλογα και οι λογαριασμοί.

Αλλες μεγάλες ανατιμήσεις

Σημαντικές αυξήσεις σημειώθηκαν επίσης τόσο σε τιμές προϊόντων και υπηρεσιών (που εξακολουθούν να ελέγχονται και άρα να καθορίζονται από το κράτος, όπως τα εισιτήρια υπεραστικών λεωφορείων, των πλοίων, τα κόμιστρα των ταξί κλπ.) όπως επίσης και σε είδη ή υπηρεσίες που οι τιμές τους έχουν απελευθερωθεί ή διαμορφώνονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν το πάνω χέρι στην αγορά (γαλακτοβιομηχανίες, καπνοβιομηχανίες, κλπ.). Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι μέσα στο 2000 ακρίβυναν κατά:

  • 16,7% τα νωπά αρνιά και κατσίκια.
  • 11,6% το υγραέριο και τα πάρκινγκ.
  • 9,9% τα λιπαντικά.
  • 9,7% τα σκληρά τυριά.
  • 9,2% το νωπό χοιρινό κρέας.
  • 9,1% το μαλακό τυρί.
  • 9% τα νοσήλια στις κλινικές (καθορίζονται από το κράτος).

Με δεδομένο ότι η εισοδηματική πολιτική στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα περιόρισε τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων, σε επίπεδα που κυμάνθηκαν μεταξύ 2% και 3- 3,5%. Με δεδομένο ότι, το κόστος χρήματος για τις τράπεζες μειώθηκε σημαντικά καθώς - εκτός από το χρηματιστήριο από το οποίο πήραν τζάμπα χρήμα - το 2000 είχαμε και μια αξιόλογη μείωση στα επιτόκια των τραπεζικών δανείων. Με δεδομένο, επίσης, ότι η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής κατέγραψε μικρές διακυμάνσεις. Με δεδομένα τα παραπάνω και αρκετά άλλα, είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτοί που ταΐζουν το τέρας του πληθωρισμού δεν είναι άλλοι παρά οι κυβερνώντες (με την πολιτική που εφαρμόζουν) και οι μεγαλοεπιχειρηματίες (που έχουν το πάνω χέρι στη διαμόρφωση των τιμών και εφαρμόζουν τιμολογιακή πολιτική με κριτήριο τη μεγιστοποίηση των κερδών και υπερκερδών τους). Οι ισολογισμοί των επιχειρήσεων μάς πληροφορούν ότι και το 2000 τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων εμφανίζουν αύξηση που είναι πολλαπλάσια του πληθωρισμού και σε αρκετές περιπτώσεις είναι διψήφιος ή και τριψήφιος αριθμός. Είναι η καλύτερη απόδειξη ότι στην Ελλάδα είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε πληθωρισμό κερδών.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις αυξάνουν τον τιμάριθμο (2002-01-27 00:00:00.0)
«Δαγκώνει» ο πληθωρισμός (2001-04-11 00:00:00.0)
Στο ύψος του ο ευρωτιμάριθμος (2001-02-23 00:00:00.0)
Επονται νέες, «ευρωπαϊκές» αυξήσεις (2001-01-20 00:00:00.0)
Ανοδος του πληθωρισμού στην Ευρώπη (2000-03-01 00:00:00.0)
Αλμα στο 2,6% ο πληθωρισμός το Νοέμβρη (1999-12-08 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ