Κυριακή 27 Μάη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
O κύριος καθηγητής

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο δρόμος φιδοσέρνονταν γύρω στο βουνό. Δεξιά - αριστερά πρίνα και σχοίνα. Αλυγαριές ύψωναν τους αυθάδικους μίσχους να δείξουν τα ρόδινα ανθάκια τους. Κάθε λογής θάμνοι, και κάθε τόσο θυμάρι έκανε τη φουντωτή του παρουσία, υποψία ροζ ανάμεσα στο γκρίζο. Τα δέντρα - πεύκα και κουκουναριές - άρχιζαν ψηλότερα τη δική τους παράταξη, όσο ξέκρινε το μάτι.

Το μικρό αυτοκίνητο νευρικό και γρήγορο ανέβαινε, όλο ανέβαινε. Ο δρόμος στένευε, στένευε ολοένα. Στο τέλος χωματόδρομος, το αμάξι συνέχεια σε μια κίνηση ελαφριάς αναπήδησης.

Ανοιξε το παράθυρο. Μέσα από την καλοκαιριάτικη λάβρα μια φρέσκια βουνίσια πνοή άπλωσε το δροσερό της χάδι στο ξαναμμένο της πρόσωπο. Δεξιά της ένα μικρό ξέφωτο. Μια απότομη στροφή προς τα κει, τ' αμάξι έστριψε υπάκουο, σταμάτησε μ' ένα ξαφνιασμένο τράνταγμα.

Εμεινε ακίνητη, με τα χέρια στο τιμόνι, το κεφάλι σκυφτό. Η αόρατη χορωδία των τζιτζικιών σ' ένα ξέφρενο κρεσέντο τρύπωνε από παντού, μια απόλυτη ακουστική πλήρωση.

Ανοιξε την πόρτα, βγήκε. Ενα παράξενο μούδιασμα, λες κι οι αναπηδήσεις από το χωματόδρομο συνέχισαν το άρρυθμο έργο τους. Πήρε μια βαθιάν ανάσα... Ενα φουντωτό θυμάρι την έβλεπε με τα θαμπόχρωμα ανθάκια ανάμεσα στα εχθρικά αγκαθωτά του φύλλα. Εσκυψε, άπλωσε το χέρι, προσπάθησε να πιάσει το φυτό όσο γινόταν πιο χαμηλά, το τράβηξε. Βγήκε ολόκληρο, με τη ρηχή του ρίζα...

- Μια ανθοδέσμη, μια γνήσια βουνίσια ανθοδέσμη για τον κύριο καθηγητή... Γέλασε. Το 'φερε κοντά στο πρόσωπό της και το άρωμα του δεμένο με τον περίγυρο ταίριασε στη χορωδία των τζιτζικιών και στη ζεστή μέρα. Ο ήλιος έκαιγε πολύ κι ας είχε αρχίσει την κατηφορική του πορεία.

Μπήκε πάλι στ' αμάξι, άφησε δίπλα της το αγκαθωτό φυτό. Το θυμαρίσιο άρωμα γέμισε σπάταλα το μικρό χώρο. Πριν ξεκινήσει έβγαλε το μικρό καθρέφτη, προσπάθησε να δει χαμηλότερα. Το φόρεμα άφηνε ελεύθερο το πανωκόρμι, τριγύριζε τις μασχάλες. Δύο ψιλές χρυσαφιές κορδέλες μόνο άφηναν έξω τους ώμους και την ηλιοκαμένη θηλυκάδα τους, τόνιζαν την ήρεμη καμπύλη του στήθους.

Εβαλε δύο κόκκινες πινελιές στα χείλη με τη σάρκινη προπέτεια. Τα μάτια που την έβλεπαν μέσα από τον καθρέφτη είχαν μιαν ανήσυχη κίνηση, μαύρα κι ανυπόμονα.

- Ο κύριος καθηγητής... Ο Αλέξανδρος... Θα περιμένει... Θα περιμένει;

Εβαλε πάλι μπρος, ο φιδωτός δρόμος ξάνοιξε μπροστά της. Ενα ταπεινό μικρό σπιτάκι στ' αριστερά, τόσο πράσινο τριγύρω, όχι, δεν ήταν αυτό...

Νάτο... Λίγο πιο πάνω. Ο δρόμος ξεπνοούσε, εκεί μπροστά του, λες κι όλη η βουνίσια διαδρομή δεν ήταν παρά μία αναζήτηση για κείνο... Ασπρο με το βαθύ γαλάζιο στα πορτοπαράθυρά του. Γαλάζια παράθυρα, της το 'χε πει...

- Θα το γνωρίσεις εύκολα, ένα μικρό ασήμαντο χτίσμα χαμηλότερα, κι ύστερα αυτό... Ο δρόμος είναι ένας, δεν υπάρχει συνέχεια. Ξεκόβει πολύ χαμηλά από τον κεντρικό δρόμο και ανεβαίνει, όλο ανεβαίνει. Δε θα τον χάσεις, να 'σαι σίγουρη...

Οχι, δεν είχε φοβηθεί πως θα τον χάσει, ήταν σίγουρη...

Εφτασε κοντά, όσο μπορούσε πιο μαλακά. Το κόκκινο, πεισματάρικο, μικρό της αμάξι είχε πολύ ζεσταθεί. Ακινητοποιήθηκε πρόθυμα.

Τόση μοναξιά... Γιατί τη γύρεψε; Τι βρίσκει στη μοναξιά του; Σαν πόσες επισκέψεις σαν τη δική της μ' ένα μπουκέτο θυμαρίσιας προσφοράς.

Γύρισε το κλειδί. Πήρε την τσάντα, το θυμάρι... Ενας σκύλος τη γαύγισε ζωηρά. Προτού ανοίξει τη δική της πόρτα, είχε ανοίξει η πόρτα του σπιτιού... Το άνοιγμα σκοτεινό, δεν άφηνε να διακρίνεις τίποτε άλλο, κι εκεί στη μέση του ο άντρας έστεκε και την κοιτούσε γελαστός...

Δεν είχε προσέξει πόσο γκριζάριζαν τα μαλλιά, πόσο αντιστεκόταν το γενάκι σ' ένα σκουρότερο γκρι, και το μουστάκι που σκέπαζε τ' απάνω χείλος, κι ανάμεσα τα δόντια με την όχι και τόσο σίγουρη λευκότητά τους... Της γελούσε... Κι η καρδιά της τρέμιζε όπως κάθε φορά που τον αντίκριζε... Στην παράδοση, κάθε που θα γύριζε τη ματιά του σε κείνη... Στις σκάλες, κάθε φορά που θ' αντάμωναν... Στο διάδρομο... Στο τηλέφωνο όταν το τόλμησε... Τότε θαρρείς η καρδιά της θα σπούσε από την ταραχή...

Το κορμί είχε μια νεανική σβελτάδα καθώς την έφτασε, της άπλωσε τα ηλιοκαμένα του μπράτσα.

- Καλώς την! Καλησπέρα! είπε.

- Γεια σας! είπε εκείνη... Μυρίζει τόσο όμορφα το θυμάρι, παντού υπάρχει η θυμαρίσια ευωδιά!

Του πρότεινε το φυτό.

- Για σας το έκοψα!

Της κράτησε τα δυο χέρια με τα δυο δικά του, το φυτό συνθλιβόταν ανάμεσα. Τ' αγκάθια του την πονούσαν... Εκείνον δεν τον πονούσαν;

- Ματώθηκα για να το κόψω! είπε λευτερώνοντας το δεξί της χέρι. Πολύ σκληρό είδος! Πουλάει ακριβά το γλυκό του άρωμα! Πάρτε το!

Της το πήρε με μια τρυφερή κίνηση.

- Δεν ήθελα να πονέσεις για μένα, ευχαριστώ, σ' ευχαριστών πολύ! είπε.

Εψαξε να βρει το δάχτυλο με τη ματωμένη μικρή σταγόνα.

- Ω! το καημένο το δαχτυλάκι! και το φίλησε. Τα χείλη του μάκρυναν την υγρή τους επαφή. Ανατρίχιασε σύγκορμη. Βιάστηκε να το τραβήξει.

- Ωραίο σπιτάκι! Μα τόσο μοναχικό, τόσο ολομόναχο εδώ πάνω!

Κάποιο μικρό λαχάνιασμα πρόδινε την ταραχή της...

- Μόνος; Ολη αυτή τη μοναξιά, την ησυχία μόνος τη γεύεστε;

- Ω! Ναι! Μα δεν ακούς τη συναυλία των τζιτζικιών; Τη νύχτα είναι ο γκιώνης, ο γρύλος... η κουκουβάγια... Το χειμώνα - μένω και το χειμώνα πολλές φορές - δίνουν και τα τσακάλια το παράφωνο παρόν τους... Α! Εχω και το σκύλο μου. Πώς ξέχασα την πιο πιστή μου συντροφιά; Μαξ!

Πρόσεξε το σπιτάκι του σκύλου στο περιφραγμένο χώρο δεξιά. Ενα σκουρόχρωμο καμαρωτό λυκόσκυλο γαύγισε απανωτά.

- Σε χαιρετάει! Καλώς μας ήρθε, λέει! Είναι πανέξυπνος!

- Γεια σου Μαξ! Καλώς σας βρήκα! είπε εκείνη.

Την έπιασε από τους ώμους, μια εγκάρδια φιλική χειρονομία.

- Πάμε κοριτσάκι!

Η λέξη ήταν ένα μικρό, αδιόρατο ράπισμα. Κοριτσάκι... Καθώς την κρατούσε η απόσταση μάκρυνε ανάμεσά τους. Ηταν ο καθηγητής με την ηλικία, με την πείρα, με την επιστημονική του αξία... Σαν πόσα κοριτσάκια έτσι σε παρέλαση από τη ζωή του... Ετσι, αδιαμόρφωτα, κουτούτσικα κοριτσάκια με την αφέλεια και τη δίψα για περιπέτεια στην τσαχπίνικη ματιά τους... Τόση συγκατάβαση στη λέξη «κοριτσάκι». Οχι, Αλέξανδρε, όχι. Δε θα το βαστούσα κάτι τέτοιο... προσπάθησε να το ξεπεράσει... Πέρασαν την ανοιχτή πόρτα. Ολα ξάνοιγαν εδώ σ' ένα ρόδινο χρώμα... Ισως το «βιτρό» στο δεξί τοίχο, πάνω από μια μικρή πόρτα. Ο ήλιος περνούσε ανάμεσα στα κόκκινα, στα μπλε, τα κίτρινα υαλότουβλα, το φως μεταμορφωνόταν στη ρόδινη απόχρωση κι η ρόδινη ανταύγεια σκόρπια παντού... Επιπλα απλά, βαθιές πολυθρόνες, τραπεζάκια, ένας απλόχωρος καναπές,. όλα με τα χαρούμενα φωτεινά τους καλύμματα, κυρίαρχο παντού το ροδί... Στο μακρύ τραπέζι βιβλία και περιοδικά ανάκατα, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει με μιας το είδος. Η τηλεόραση πάνω στο πόδι της σε στάση προσοχής. Ενα μεγάλο ραδιοκασετόφωνο στην άκρη του τραπεζιού.

- Ελα να καθίσεις...

Την πήγε προς τον καναπέ, κατάντικρυ στο φως. Κάθισε στο πλάι της.

- Ετσι, λοιπόν... Σ' ευχαριστώ που ήρθες... Ηταν τόσο θαυμάσια η σκέψη να με πάρεις στο τηλέφωνο... να μου μιλήσεις, εσύ, πόση χαρά μου έδωσες... Πόσο το ήθελα... Στάσου να βάλω και το αρωματικό μας φυτό - κομμένο απ' το χεράκι σου! - σε λίγο νερό.

Εφερε νερό σε μια βαθιά κούπα, το έβαλε, το ακούμπησε μπρος τους.

- Τι θα πιεις; είπε. Τι σου αρέσει; Ξηρούς καρπούς, γλυκό;

Τότε πρόσεξε πάνω στο τραπέζι τ' ανοιγμένα κουτιά σοκολατάκια, ζαχαρωτά. Φιστίκια στη γουβωτή πορσελάνη.

- Μόνο λίγο λικέρ... Δεν πίνω... Ο,τι να 'ναι... και λίγο.

Το μικρό λαχάνιασμα την παίδευε. Η καρδιά χτυπούσε μ' ένα κουραστικό, γρήγορο ρυθμό... Ελα κοριτσάκι χλεύασε τον εαυτό της. Ηρέμησε χαζό κοριτσάκι... Δε θα σε φάει ο κ. καθηγητής... Δεν είναι δα καν ο πρώτος σου έρωτας... Μα... ο μεγάλος, ναι... Ο πιο δυνατός... Ξανάγινε η άπραγη παιδούλα που πάει στο πρώτο της ραντεβού. Μια έμμονη ιδέα όλη αυτή τη χρονιά ο κ. καθηγητής. ο Αλέξανδρος... Είχε φροντίσει να μάθει, όσο ήταν δυνατό γύρω από τη ζωή του. Χωρισμένος. Μόνος... Η ζωή του κλειστή, άγνωστη... Απομονωμένη τον περισσότερο καιρό στο μακρινό σπίτι του βουνού... Πολλά σχόλια και υπονοούμενα για μια ξανθή φοιτήτρια δύο χρόνια πριν... την έβλεπαν στο αυτοκίνητο του. Τον περίμενε στο μικρό ζαχαροπλαστείο, απέναντι από την αίθουσα παραδόσεων... Υστερα χάθηκε... Μίλησαν και για μια γυναίκα κάποιας ηλικίας, κομψή, καλοβαλμένη, μία αυστηρή θαμπόχρωμη ομορφιά. Σε κάποιο θέατρο μαζί, σε ένα εξοχικό ταβερνάκι. Τον είχε πάρει το μάτι κάποιου φοιτητή, την άλλη μέρα φούντωσε το κουτσομπολιό. Ωστε δεν πάει μόνο με μικρούλες ο κ. καθηγητής... Τα γούστα του πλαταίνουν... Να δούμε και τι άλλο... Ποια να 'ναι τάχα η αληθινή του ζωή;

Ολα τούτα πύκνωναν τα σύννεφα του μύθου και της φαντασίας γύρω του... Της κρυφής ζωής του τον καπνό... Αυτό την έκαιγε, την πονούσε, της ερέθιζε τη φαντασία ως τον παροξυσμό. Εμμονη ιδέα πια ο κ. καθηγητής... Μια ατέλειωτη πάλη με τον ίδιο τον εαυτό της... Να τον πλησιάσει, να του προσφερθεί σαν ώριμο φρούτο... Ισως το περιμένει... Τι άλλο σημαίνουν οι ματιές, τα χαμόγελα, το σταμάτημα στη σκάλα για να τη χαιρετήσει... Για κείνον είναι δύσκολο... Εκείνη πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα... Ή μήπως να κρατήσει την περήφανη αξιοπρέπειά της, να περνά μπρος του με το κεφάλι στητό, τη ματιά πέρα, αδιάφορη;

- Και ποιος είσαι εσύ, κύριε, με τα μπόλικα χρονάκια στην πλάτη, που θα δώσουμε σημασία; Εμείς, η νιότη μας, ο ανοιχτός μας δρόμος που δε λογαριάζει εμπόδια και φραγμούς...

Γέμιζε τα μικρά κρυστάλλινα ποτήρια.

- Ελα, στην υγειά σου!

Την κοίταζε ίσια στα μάτια υψώνοντας το ποτηράκι.

- Κι ό,τι επιθυμείς!

Τράβηξε και το δικό της με μία ρουφηξιά.

- Είναι τόσο γλυκόπιοτο... Δεν πίνω, μα ο αέρας της εξοχής... είπε απολογητικά.

- Α! απόψε θα μου κάνεις παρέα, μη φοβάσαι, δε σε πειράζει...

Γέμισε πάλι τα ποτήρια, τσούγκρισαν χαμογελαστά, τα γεύτηκαν πάλι ως κάτω...

- Θέλεις μουσική; Τι προτιμάς; Τι ακούς περισσότερο; Σκάλιζε τις κασέτες από το καλάθι στο πλάι.

- Σ' αρέσει η Νοτιοαμερικάνικη; Τζαζ; Κλασική μήπως;

- Ο,τι νομίζετε πως ταιριάζει... είπε εκείνη ανόητα. Το είχε μετανιώσει που το είπε την ίδια στιγμή.

- Βραζιλιάνικη λοιπόν! Μουσική του πάθους, του έρωτα και της νιότης... της νιότητας σου! πρόσθεσε χαμογελώντας τρυφερά.

Οι ήχοι ζεστοί, σκόρπισαν στο χώρο. Το φως σαν να 'χε κάπως ξεθωριάσει... Μια θαμπόχρωμη αχλή τριγύρω.

- Θέλεις να χορέψουμε; της έπιασε τα δυο χέρια, τη σήκωσε... Μια στιγμή, είπε πάλι, έσκυψε, γέμισε τα ποτηράκια με το χρυσαφί ποτό.

- Αλλο ένα, έτσι, να χαλαρώσουμε όσο παίρνει!

Το ήπιε κι αυτό υπάκουη, παραζαλισμένη. Σαν μέσα σ' ένα όνειρο όλα... Διάβαιναν τόσο ανάλαφρα... και τα βήματά τους θαρρείς δεν ακουμπούσαν στο άσπρο μάρμαρο... Κι η αγκαλιά του σφιχτή, το μάγουλό της πάνω στην τραχιά του γενειάδα, τόσο γλυκιά αυτή η επαφή... Το αντρικό του κάλεσμα ξεκάθαρο, αυθάδικο, ερεθιστικό κι αμετακίνητο.

- Σε βλέπω τόσον καιρό... και μου αρέσεις τόσο, πόσο ήθελα να σε πλησιάσω... Είσαι τόσο όμορφη...

Η πνοή του καυτή και λαχανιασμένη στο αυτί της που άναβε ροδοκόκκινο...

- Αγάπη μου... ήθελε να του πει. Πόστες φορές την είχα ποθήσει αυτή την ώρα... Πόσες φορές, αγαπημένε...

Στο τηλέφωνο - είχε κατορθώσει να μάθει τον απόρρητο αριθμό του μικρού βουνίσιου σπιτιού - κι έτρεμε ολόκληρη καθώς τον καλούσε.

- Τον κ. καθηγητή, παρακαλώ...

- Ο ίδιος!

Η φωνή του βαθιά, με τους αρρενωπούς της τόνους δεν την είχε ξεθαρρέψει.

- Είμαι... είμαι μια φοιτήτριά σας... Στο αμφιθέατρο πάντα στην τρίτη σειρά, στην άκρη... Δε λείπω από κανένα σας μάθημα. Πρέπει να με θυμάστε...Με χαιρετήσατε, κι έχουμε μιλήσει... Δεν ήξερα πώς... Πώς να πλησιάσω... να μιλήσουμε...

- Ω! ναι, ναι!

Μια ξαφνιασμένη εγκάρδια νότα στη φωνή.

- Μια μελαχρινή κοπέλα... Πρέπει να είστε άριστη στην Πολιτική Οικονομία! Στις εξετάσεις θα θριαμβεύσετε! Τ' όνομά σας;

- Δεν ήξερα πώς... Πώς να πλησιάσω... Είμαι η Ειρήνη Εξάρχου... Συγχωρήστε με...

- Μα τι λες; Μου έδωσες χαρά. Να 'ρθεις ένα απόγευμα να ιδιωθούμε από κοντά, σ' ευχαριστώ για τη χαρά που μου έδωσες...

Είχαν κλείσει μέρα και ώρα για τη συνάντηση. Ο έρωτας... ο πολυαγαπημένος...

Τι την είχε τόσο ζαλίσει; Ηταν το γλυκό πιοτό; Η μουσική που φρένιαζε με τον ερωτικό της ρυθμό; Τα χείλη τους έσμιξαν... συνέχιζαν τον χορό πιο ράθυμα τώρα, μια ηδονική πανδαισία... Ολα ένα σκηνικό μαγείας... Το ερωτικό του κάλεσμα ένας πόνος σχεδόν...

- Αγάπη μου... είπε επιτέλους λευτερώνοντας τα χείλη της...

- Αλέξανδρε, αγαπημένε...

Δάκρυα της θάμπωσαν τα μάτια.

- Αγάπη μου, είπε κι αυτός. Κοριτσάκι μου, Κατερίνα...

Ολα πήραν μια γρήγορη στροφή... Κιντύνεψε να πέσει... Κρατήθηκε από τον ώμο του... Κι ύστερα τον έσπρωξε. Με μια δύναμη απρόσμενη τον έσπρωξε μακριά. Αυτός σταμάτησε ξαφνιασμένος...

- Τι είναι; Τι έπαθες; δοκίμασε να πει.

Τα δάκρυα είχαν στεγνώσει στα μάτια της, που έψαχναν γύρω... Βρήκε την τσάντα, τα κλειδιά του αυτοκινήτου που είχαν πέσει δίπλα... Τα μάζεψε. Η μουσική ξέφτιζε σε μια ανόητη σάμπα... Ανόητη και η απορημένη του ματιά.

Ανοιξε με φούρια την πόρτα. Η χορωδία των τζιτζικιών την περίμενε πιο χαμηλόφωνα, πάντα συντροφικά... Ο Μαξ τη γαύγιζε ζωηρά...

- Αντίο κ. καθηγητά! είπε με κάποιαν υπερβολή στον τονισμό της τελευταίας λέξης...

- Και δεν είμαι η Κατερίνα! του φώναξε μπαίνοντας στο μικρό της αυτοκίνητο.


Της τούλας ΜΠΟΥΤΟΥ
Από τη συλλογή διηγημάτων «Λεπτές ισορροπίες»


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ