Πέμπτη 5 Ιούλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«Εδώ και τώρα» ανατροπή του ασφαλιστικού

«Απαιτούνται επειγόντως προσαρμογές της πολιτικής» για το ασφαλιστικό, διακήρυξε ο Γ. Παπαντωνίου, παρουσιάζοντας την έκθεση. Ακόμα και τα επίσημα στοιχεία δεν μπορούν να κρύψουν ποιοι ωφελήθηκαν και ποιοι υπέστησαν τις συνέπειες της εφαρμοζόμενης πολιτικής

Μόλις ένα μήνα μετά τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των εργαζομένων για τη σωτηρία του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, κάτι που οδήγησε σε - προσωρινή - άτακτη κυβερνητική υποχώρηση, οι «εκσυγχρονιστές» επανέρχονται, χωρίς μάλιστα να πάρουν πίσω ούτε ένα «γιώτα» από τις αρχικές αντιδραστικές θέσεις και απαιτούν «εδώ και τώρα» τη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης.

Στην εξαμηνιαία έκθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, που παρουσίασε σε χτεσινή συνέντευξη Τύπου ο Γ. Παπαντωνίου, υπάρχει σχετική αναφορά με τίτλο «το ασφαλιστικό πρόβλημα». Στο κείμενο ξεκαθαρίζεται έμμεσα αλλά με αρκετή σαφήνεια, ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προσεγγίσει το όλο πρόβλημα μέσα στα πλαίσια της... δημοσιονομικής πειθαρχίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Οπως αναφέρεται συγκεκριμένα «οι λεγόμενες "σιωπηρές υποχρεώσεις" δηλαδή οι υποχρεώσεις της μελλοντικής καταβολής συντάξεων μέσω του ισχύοντος αναδιανεμητικού συστήματος, είναι πολύ μεγάλες, και, αναλόγως των υποθέσεων που χρησιμοποιούνται για τις μελλοντικές τάσεις, υπερβαίνουν το τρέχον "εμφανές" δημόσιο χρέος. Συνεπώς, η βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος προϋποθέτει τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη δημοσιονομική ισορροπία. Οι βάσεις αυτές έχουν ήδη τεθεί με την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών των προηγούμενων ετών, οι οποίες οδήγησαν στον πρώτο πλεονασματικό προϋπολογισμό...». Μ' αυτή τη λογική και χρησιμοποιώντας τη γνωστή παπατζίδικη μέθοδο, αντί να πουν την αλήθεια, πως δε διατίθενται πόροι λόγω των ανειλημμένων δεσμεύσεων στην ΕΕ για τη μείωση του δημόσιου χρέους, υποστηρίζουν ότι η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, απαιτεί τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας...

Σε ό,τι αφορά τις αναλογιστικές μελέτες που έχουν δημοσιοποιηθεί, οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν πως «... δε λαμβάνουν υπόψη τους τις μελλοντικές διαρθρωτικές ή θεσμικές μεταβολές ή τις δυνητικές προσαρμογές της συμπεριφοράς σε επιμέρους περιπτώσεις και, συνεπώς, πρέπει να θεωρούνται ως κατά προσέγγιση εκτιμήσεις των μελλοντικών οικονομικών επιβαρύνσεων». Στο διά ταύτα όμως επαναφέρεται η γνωστή και άτεγκτη θέση της κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία «ούτως ή άλλως, λόγω της επικείμενης δημογραφικής μεταβολής, απαιτούνται επειγόντως προσαρμογές της πολιτικής». Με λίγα λόγια εδώ και τώρα λύση απαιτούν για το ασφαλιστικό και μάλιστα προτείνουν στους εργαζόμενους τις εναλλακτικές λύσεις για να κρεμαστούν. Επικαλούμενοι τη διεθνή εμπειρία κάνουν λόγω για:

  • «την "παραμετρική μεταρρύθμιση"» η οποία αφορά την προσαρμογή του υπάρχοντος συστήματος και της διάρθρωσης των παροχών και των εισφορών. Αύξηση δηλαδή των εισφορών και μείωση των παροχών.
  • «τη "συστημική μεταρρύθμιση" η οποία αφορά τη ριζική αλλαγή του συστήματος, π.χ. προς την κατεύθυνση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος». Οι άνθρωποι δε μασάνε τα λόγια τους.
  • ο συνδυασμός των παραπάνω δύο μεθόδων.

Στη συνέχεια παρουσιάζει το «συνοπτικό πίνακα του ασφαλιστικού προβλήματος», όπου το πρόβλημα αναλύεται σε τρία επίπεδα: στη γήρανση του πληθυσμού, στον οργανωτικό κατακερματισμό - εισφοροδιαφυγή και τρίτο στο ανταποδοτικού τύπου δημόσιο σύστημα συντάξεων καθορισμένων παροχών. Σαν εργαλεία επίλυσης των ως άνω προβλημάτων προτείνουν, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό του ποσοστού εισφοράς επί του μισθού, τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων (μέσες συντάξεις σε σχέση με τα μέσα εισοδήματα), ποσοστό υποστήριξης (αριθμός ατόμων που καταβάλλουν εισφορές προς αριθμός αυτών που λαμβάνουν σύνταξη)και τέλος το ίδιο το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.

Κατεδάφιση του συστήματος

Η έκθεση καταλήγει με ένα νοσηρό, διαστροφικής σύλληψης σενάριο για το τι φοβερά θα συμβούν αν δεν ανατραπεί το υπάρχον ασφαλιστικό σύστημα. Ξεκινούν από την ανάγκη δημοσιονομικής ισορροπίας και νομισματικής σταθερότητας, η οποία - νομισματική σταθερότητα - απειλείται από τη... γήρανση του πληθυσμού. Το δεύτερο που επισημαίνουν είναι ότι σε ένα γηράσκον πληθυσμό το ποσοστό συνολικής ιδιωτικής αποταμίευσης μειώνεται, κάτι - τρίτο - που μπορεί να υπονομεύσει τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, και σαν συνέπεια θα έχει - τέταρτο - τη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Κάτι τέτοιο - πέμπτο - θα έχει δυσμενή επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη και θα συνέτεινε στην πτώση του βιοτικού επιπέδου!

Ο Γ. Παπαντωνίου

Βέβαια, ακολουθώντας την πάγια τακτική του ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας προσπάθησε να παρουσιάσει μια ειδυλλιακή οικονομία, μια Ελλάδα χωρίς προβλήματα, με αρμονικές ταξικές σχέσεις, η οποία βέβαια προκύπτει από την παράθεση των μακροοικονομικών δεικτών...

Ετσι, κατά τον υπουργό το ΑΕΠ το 2001 θα αυξηθεί με ρυθμό 4,6%, έναντι 2,8% της ΕΕ. Οι επενδύσεις σε Ελλάδα και ΕΕ θα αυξηθούν με ρυθμό 10% και 4,1%, η παραγωγικότητα θα αυξηθεί κατά 3,3% και 1,6%, ο μέσος πραγματικός μισθός κατά 2% και 1,1% και ο πληθωρισμός στο 2,9% και στο 2,2%. Σε όλα είμαστε μπροστά από τους Ευρωπαίους, κατά τον Γ. Παπαντωνίου, κάτι που ενισχύει την πραγματική σύγκλιση... Αλλα και στον κοινωνικό τομέα η Ελλάδα τα πάει μια χαρά, πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου... Στις κατά κεφαλή δαπάνες για κοινωνική προστασία, η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της ΕΕ μπροστά από Γερμανία, Σουηδία κλπ. Στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, με 16,5% του ΑΕΠ βρίσκεται στο μέσο όρο της ΕΕ, οι κατά κεφαλή πραγματικές δαπάνες για συντάξεις αυξάνουν σταθερά. Αρα στατιστικά πετύχαμε και την κοινωνική σύγκλιση...

Παράδεισος για το κεφάλαιο

Βέβαια οι συντάκτες της έκθεσης, γνωρίζοντας προς ποιους απολογούνται δε φείδονται εκφράσεων, προκειμένου να παρουσιάσουν τα χρυσοφόρα αποτελέσματα των ακολουθούμενων πολιτικών, προς όφελος φυσικά του κεφαλαίου. Στην ανάλυση της οικονομικής δραστηριότητας, δύο πίνακες τα λένε όλα... Ο πρώτος πίνακας παρουσιάζει τα βασικά μεγέθη της βιομηχανίας 1992 - 1999. Σύμφωνα με αυτά:

  • τα καθαρά κέρδη, σαν ποσοστό επί των πωλήσεων αυξήθηκαν από 3,5% σε 7,4%, δηλαδή υπερδιπλασιάστηκαν.
  • η αποδοτικότητα κινήθηκε μεταξύ 9,9% και 13,5%.
  • η δανειακή επιβάρυνση μειώθηκε από 69,8% σε 51,6%.
  • τα χρηματοοικονομικά έξοδα σαν ποσοστό επί των πωλήσεων μειώθηκαν από 6,7% σε 2,5% και ως προς τις συνολικές υποχρεώσεις μειώθηκαν από 9,4% σε 4,3%.
  • το μακροπρόθεσμο επιτόκιο χρηματοδότησης μειώθηκε από 27% σε 13,5% και το βραχυπρόθεσμο από 28,7% σε 15%.

Στον άλλο πίνακα παρουσιάζονται τα βασικά μεγέθη της βιομηχανίας, του εμπορικού και των εταιριών παροχής υπηρεσιών μεταξύ των ετών 1995 και 1999. Σύμφωνα με αυτά:

  • ο αριθμός των εταιριών αυξήθηκε από 12.544 σε 18.303.
  • οι απασχολούμενοι από 475,6 χιλ. σε 602 χιλ.
  • το συνολικό ενεγητικό αυξήθηκε από 14.985 δισ. σε 36.069 δισ. δραχμές.
  • τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν από 6.400 δισ. δραχμές σε 17.729 δισ. δραχμές.
  • τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν από 824 δισ. δραχμές σε 3.111 δισ. δραχμές. Επικαλούμενη η έκθεση στοιχεία της ICAP αναφέρει ότι την περίοδο 1996 - 1999, σε 15.000 εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις και παροχής υπηρεσιών, αυξήθηκαν τα κέρδη ανά απασχολούμενο κατά 31,4% ετησίως...
  • η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε από 12,9% σε 17,5%.
Κόλαση για τους εργαζόμενους

Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους είναι φανερό ότι γίνονται αντικείμενο σκληρότερης εκμετάλλευσης και φυσικά πληρώνουν το μεγάλο τίμημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, την ανεργία. Ετσι η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία μπορεί να εμφάνισε μείωση από 12,4% στο τέλος του 1999, σε 10,9% στο γ΄ τρίμηνο του 2000, αλλά σύμφωνα με την έκθεση, η μείωση αυτή οφείλεται στην αντίστοιχη μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 0,8%, έναντι μικρής μείωσης 0,3% της απασχόλησης!!! Αναγνωρίζουν επίσης ότι το κόστος εργασίας συγκρατήθηκε το 2001, σε πιο χαμηλά επίπεδα απ' ό,τι το 2000. Αυξήθηκε μόλις 1,6% χάρη στην εισοδηματική πολιτική σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Απροκάλυπτη κερδοσκοπία

Οι συντάκτες της μελέτης αναγκάζονται να ομολογήσουν ότι οι επιχειρήσεις βιομηχανικών προϊόντων, μεταφέρουν τις συνέπειες της αύξησης των τιμών στα καύσιμα στους εργαζόμενους μέσω του μηχανισμού των τιμών. Αναφέρουν ότι «... οι τιμές χονδρικής, εκτός καυσίμων, των εγχώριων παραγόμενων προϊόντων, εμφανίζουν σταθερή άνοδο το πρώτο τετράμηνο του 2001 κατά 5,4% έναντι 2,7% πέρυσι, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι μέρος της αύξησης των τιμών των καυσίμων μετακυλίστηκε στις τιμές των προϊόντων, παρά τις μειώσεις του κόστους από άλλους παράγοντες, όπως η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, η συγκρατημένη αύξηση των ονομαστικών αποδοχών βάσει της ΕΓΣΣΕ (από 4,2% σε 3,3% φέτος) και η μείωση των πρώτων υλών εκτός καυσίμων που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ανέρχεται σε 8,7% έναντι αύξησης 26,4% το 2000.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ