Στο πόρισμά της, η Επιτροπή κάνει μια εξαντλητική παρουσίαση της νομοθεσίας/νομολογίας σχετικά με τις απεργίες. Διαπιστώνει ότι «το άρθρο 19 του Νόμου 1264/1982 και τα ελληνικά δικαστήρια έχουν θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την αναλογικότητα των απεργιών» και επιχαίρει επειδή «υπάρχει ένας σημαντικός όγκος νομολογίας, σύμφωνα με την οποία οι απεργίες κηρύχθηκαν παράνομες με βάση την αρχή της αναλογικότητας». Επομένως, σύμφωνα με την Επιτροπή, «εναπόκειται στον Ελληνα νομοθέτη να καθορίσει τις προϋποθέσεις της νόμιμης απεργίας σεβόμενος το συνταγματικό πλαίσιο». Δηλαδή, είναι στο χέρι των δικαστηρίων, όταν προσφεύγει η εργοδοσία, να βρίσκουν τα κατάλληλα επιχειρήματα για να εμποδίσουν την κήρυξη μιας απεργίας ή για να επιβάλουν τον τερματισμό της.
Λίγο πιο κάτω, το πόρισμα συνεχίζει: «Υπάρχει, ωστόσο, ένα επιπλέον πρόβλημα που σχετίζεται με τη θέση του εργοδότη στην περίπτωση μιας απεργίας, καθώς δεν διευκρινίζεται αν επιβαρύνεται να πληρώνει τους μισθούς σε μη απεργούς εργαζόμενους, αν αυτοί δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται λόγω της απεργίας. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα άδικο σε περιπτώσεις όπου λίγα άτομα σε θέσεις - κλειδιά προχωρούν σε απεργία, καθιστώντας αδύνατη την παροχή εργασίας από τους άλλους εργαζόμενους της εταιρείας». Σε τέτοιες περιπτώσεις, αναφέρει το πόρισμα, «τα ελληνικά δικαστήρια αποδέχονται το δικαίωμα του εργοδότη να αρνηθεί τις υπηρεσίες των μη απεργών και να μην πληρώσει τους μισθούς τους, με βάση την αρχή της αντικειμενικής αδυναμίας».
Γι' αυτό, στις «συστάσεις» αναφορικά με το «λοκ άουτ», η Επιτροπή αναφέρει: «Ο Ελληνας νομοθέτης μπορεί να διευκρινίσει ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να μην πληρώσει μη απεργούς εργάτες, αν δεν μπορούν συνεχίσουν να εργάζονται επειδή μια απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη στην επιχείρηση ή στις εγκαταστάσεις της». Επομένως, το πόρισμα κλείνει το μάτι στην εργοδοσία ότι η υπάρχουσα νομοθεσία, με μια μικρή «διευκρίνηση», μπορεί κάλλιστα να τις αποδώσει «ισοδύναμα» αποτελέσματα με την επαναφορά της ανταπεργίας.
Κατά τον ίδιο τρόπο, το υπουργείο Εργασίας βεβαιώνει ότι η ισχύουσα νομοθεσία αναγνωρίζει στον εργοδότη το δικαίωμα να μην πληρώσει τους εργαζόμενους που δεν συμμετέχουν στην απεργία. Οπως γράφεται στο υπόμνημα, το οποίο επικαλείται απόφαση του Αρείου Πάγου (1303/2004), «μια απεργία μπορεί να εξηγηθεί ως μια κατάσταση ανωτέρας βίας, κατά την οποία οι εργοδότες κατά περίπτωση απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους να καταβάλλουν μισθό σε εργαζόμενους που δεν απεργούν»...
Χτες, στη στήλη «Αποκαλυπτικά» γράφαμε για την αναφορά του πορίσματος στις ομαδικές απολύσεις. Αύριο, θα δούμε τι γράφει για τον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις.