Κυριακή 22 Γενάρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
20ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΕ - ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Για τη δουλειά μας στο χώρο της Ερευνας

Συμφωνώ με το σύνολο των Θέσεων για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος. Βρίσκω πολύ βοηθητικό για τη σκέψη ότι παρουσιάζονται ενιαία ο απολογισμός και τα καθήκοντα δράσης.

Ειδικότερα, σε σχέση με τη δουλειά μας μέσα στο χώρο της Ερευνας:

Ενα θέμα στο οποίο υπάρχει κατά τη γνώμη μου καθοδηγητική αδυναμία και πρέπει να ενισχυθεί, είναι το πώς κατανοείται ότι για να εκπληρώνει σήμερα το κάθε κομματικό μέλος τον πρωτοπόρο ρόλο του, σε όποιον εργασιακό χώρο δραστηριοποιείται, με όποια χαρακτηριστικά κι αν έχει, δε φτάνει από μόνη της η πρωτοπόρα και «αλύγιστη» στάση του για να φέρει τα αποτελέσματα που θέλουμε. Δεν φτάνει, δηλαδή, «να απεργεί και να το λέει». Νομίζω, πολύ ελαφριά κατανοείται ότι σήμερα οι συνθήκες, ακόμη κι αν είναι, όπως λέμε, «ειρηνικές, κοινοβουλευτικές», προσφέρονται - πάντα σε συνδυασμό με τις επιβεβαιωμένες εκτιμήσεις του Κόμματος - για να διεισδύσουν οι κομμουνιστές βαθύτερα στις συνειδήσεις, να κάνουν ρήγματα. Αυτό επιδρά στις δυνάμεις μας, δημιουργώντας ως ένα βαθμό απογοήτευση, καθώς τείνουμε να αντιλαμβανόμαστε μόνο τον εξωτερικό συσχετισμό δύναμης μέσα στο χώρο ευθύνης και μάλιστα σαν κάτι παγιωμένο, κι όχι τη δυναμική που δημιουργείται από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που φέρνει η οικονομική κρίση στους όρους ζωής των νέων επιστημόνων. Οντως, για παράδειγμα, μιλάμε για χώρο με πολύ χαμηλό βαθμό συνδικαλισμού, όντας κι εμείς μειοψηφία, όμως κανένα από τα δύο αυτά χαρακτηριστικά δεν είναι αντικειμενικό κι απαράλλαχτο. Οπως αναφέρεται στη Θέση 55, είναι σήμερα πολύ σύνθετη η δουλειά που πρέπει να κάνουν οι κομμουνιστές για την ωρίμανση της επαναστατικής συνείδησης των εργαζομένων σε χώρους δουλειάς, πόσο μάλλον σε σωματεία και χώρους που δεν ανήκουν στο ΠΑΜΕ και είμαστε μειοψηφία.

Οι «του χώρου», πολλές φορές τείνουμε να διαχωρίζουμε λίγο τους εργαζόμενους στην Ερευνα από τους υπόλοιπους εργαζόμενους σαν κάτι διαφορετικό. Κυρίως, πιστεύω, οφείλεται στην αδύναμη εξειδίκευση που έχουμε κάνει σχετικά με το σε ποιον απευθυνόμαστε, την ταξική τους διαστρωμάτωση, το βιοτικό επίπεδο, ποιοι είναι οι παράγοντες που επιδρούν κύρια στη διαμόρφωση της συνείδησης κ.λπ.

Παράγοντες που πρέπει να παίρνουμε υπόψη για τους εργαζόμενους στην Ερευνα, σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, στο εξής, για να αντιπαλέψουμε τη γενικότητα στη δουλειά μας και να προσανατολίσουμε αναλόγως την παρέμβαση είναι:

Από πού προέρχονται οι μισθοί (από ερευνητικά προγράμματα και βιομηχανικά συμβόλαια), διαμορφώνουν στάση και αντίληψη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αν μπορεί να υπάρχει έρευνα έξω από αυτή, το ρόλο του ερευνητή, το σκοπό της έρευνας.

Οι εργασιακές σχέσεις είναι πολλές και διασπασμένες (κυριαρχεί το μπλοκάκι, δεν υπάρχει, ας πούμε, «κλαδική σύμβαση», ο μισθός είναι αποτέλεσμα «ατομικής διαπραγμάτευσης»), δυσκολεύουν την ανάπτυξη κοινής αντίληψης για την ανάγκη ενότητας και πάλης, ακόμη και με κοινές διεκδικήσεις, αντιδραστικές θέσεις για το Ασφαλιστικό κ.λπ.

Κυριαρχία εργοδοτικού συνδικαλισμού, ουσιαστικά μηχανισμός σοσιαλδημοκρατίας, επί μακρόν εκπαίδευε τους εργαζόμενους στη λογική της ανάθεσης, της συνεργασίας με τη διοίκηση «για την ευημερία του κέντρου που είναι το μέλλον μας», ανάθεση εύρεσης λύσεων στο ΔΣ, μέχρι πρότινος ενιαίο ψηφοδέλτιο και έντονος συντεχνιασμός, συνελεύσεις συλλόγου επετειακά μια φορά το χρόνο, λογική «έξω οι πολιτικές, δεν είμαστε σωματείο αλλά σύλλογος».

Νέοι κατά πλειοψηφία εργαζόμενοι, 28 - 45 ετών, χωρίς εμπειρία από αγώνες, με έντονη αντίληψη ατομικής λύσης, φόβο ανεργίας ή αντίληψη σταθερά καλών μισθολογικών απολαβών κ.λπ.

Παράδειγμα, τον τελευταίο χρόνο, βήματα έγιναν με την πιο οργανωμένη παρέμβασή μας συνδικαλιστικά και σε συνδυασμό με την επίδραση των γενικότερων εξελίξεων και με την πρωτοπόρα στάση μας στο χώρο υπήρξε κόσμος που κινητοποιήθηκε μαζί μας, απέργησε πρώτη φορά, ήρθε στα συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ, είχαμε κάποιες εγγραφές στο Σύλλογο Εργαζομένων και στο κλαδικό σωματείο, κυρίως ΣΕΤΗΠ και ΣΜΤ. Εγιναν αντικείμενο συζήτησης οι ανατροπές στα Εργασιακά, η ταξικότητα και οι γενικότερες στοχεύσεις τους, μπήκε μέσα στο χώρο η συζήτηση από τα κλαδικά σωματεία, εξειδικεύτηκαν ορισμένες διεκδικήσεις. Βγαίνει, ομολογουμένως, το συμπέρασμα ότι ακόμα και για να πείσεις να κινητοποιηθεί κανείς για «οικονομικά» ζητήματα, γι' αυτά που έχουν να κάνουν με το μισθό ή τη ζωή γενικότερα, απαιτείται σήμερα σοβαρή πολιτική δουλειά και ικανότητα στην αντιπαράθεση, απαιτείται σύγκρουση με ένα πλέγμα χρόνιων αντιλήψεων.

Στην πράξη, όμως, αυτός ο κόσμος είναι ένας περίγυρος της ΚΟΒ που «ανήκει και δεν ανήκει» στην επιρροή της, γιατί όλη η προηγούμενη δουλειά, μετέπειτα δεν μπολιάστηκε με ανάλογα μέτρα εμβάθυνσης της συζήτησης από εμάς πάνω στο «ποιοι είμαστε και για ποιο σκοπό στην πραγματικότητα παλεύουμε και γιατί», με αξιοποίηση του «Ριζοσπάστη», άρθρων από την ΚΟΜΕΠ. Παρουσιάζεται, δηλαδή, στην πράξη δυσκολία να διαχειριστούμε και να κρατήσουμε δεσμό με κόσμο που μπορεί να μας εκτιμάει, να αναγνωρίζει ότι είμαστε οι μόνοι που κινητοποιούμαστε στους χώρους και διεκδικούμε, να ακούει αυτό που λέμε, αλλά βρίσκεται ακόμα σχετικά μακριά από τις πολιτικές μας θέσεις.

Κι αυτό οφείλεται στο ότι αδύναμα συνδυάζουμε την παραπάνω συζήτηση με αυτό που λέμε αυτοτελή παρέμβαση των κομματικών μελών μέσα στο μαζικό φορέα. Και επειδή από τον έλεγχο μας λείπει το εξής: Πώς εκφράζεται με όρους συσπείρωσης κόσμου γύρω από την ΚΟΒ το αν διεξάγουμε και ποια είναι αυτή η σχεδιασμένη ιδεολογική δουλειά για ανάδειξη συγκεκριμένων ζητημάτων (του προγράμματος ή της πολιτικής μας πρότασης) που εμείς ιεραρχούμε ως άξονες παρέμβασης, κι όχι που καθορίζουν οι εξελίξεις. Δεν δώσαμε βάρος π.χ. να εκτιμήσουμε μέσα στη διάρκεια αυτού του διαστήματος των αγώνων, πόσοι έχουν ακούσει, και κατά πόσο συμφωνούν, την πρόταση που έχουμε ως Κόμμα για την Ερευνα και την κοινωνία μέσα στην οποία η Ερευνα θα μπαίνει στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών, και θα εξυπηρετεί την «ανάπτυξη» των εργαζομένων κι όχι την επίτευξη των στόχων ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.

Η διαπίστωση ότι, κατόπιν αυτών, δεν κάναμε ουσιαστικά βήματα στη μαζική διακίνηση κομματικού υλικού στο χώρο, «Ριζοσπάστη», κουπονιών κ.λπ δεν είναι άσχετη με το ότι δεν προοδεύει οργανωτικά η ΚΟΒ. Σημαίνει ότι για να γίνει ουσιαστική προετοιμασία εργαζομένων για στρατολογία στο Κόμμα, ή για να μη χάσουν την επαφή με το Κόμμα όταν θα πάνε σε άλλον εργασιακό χώρο, θέλει πολύ πιο εξειδικευμένο σχέδιο διαφώτισης κι επιμονή από μέρους μας.

Δεν είναι, λοιπόν, ότι δεν κάνουμε πράγματα, απλά αυτά που κάνουμε δεν γίνονται με μέθοδο και δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα την ικανότητα να ελέγχουμε ό,τι κάνουμε με τρόπο που να καταλήγουμε σε συμπεράσματα και να τα βάζουμε στη ζωή με διορθωτικά μέτρα.


Εύη Νέσση
ΚΟΒ Ερευνας


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ