Αδιευκρίνιστες παραμένουν ακόμη οι επιπτώσεις των γεγονότων της Τρίτης 11 Σεπτέμβρη στην οικονομία των ΗΠΑ, αλλά και των άλλων μεγάλων καπιταλιστικών κέντρων, της Ιαπωνίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κρίσιμη μέρα θεωρείται η Δευτέρα όταν θα ανοίξει και πάλι το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Πάντως, την Τετάρτη και την Πέμπτη οι Κεντρικές Τράπεζες των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, όπως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) λειτούργησαν σαν αμορτισέρ, απορροφώντας τους όποιους κραδασμούς στις διεθνείς αγορές. Για το σκοπό αυτό διέθεσαν μεγάλα ποσά για να κρατήσουν τη ρευστότητα σε ψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, την Τετάρτη η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ έριξε στην αγορά 38,25 δισ. δολάρια, η ΕΚΤ 63 δισ. δολάρια και οι Ιάπωνες 17 δισ. δολάρια. Την Πέμπτη, η ΕΚΤ έριξε στην ευρωπαϊκή χρηματαγορά άλλα 40,5 δισ. δολάρια. Ηταν μια εντυπωσιακή κίνηση «αλληλεγγύης» των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Ωστόσο, οι οικονομικοί αναλυτές διαφωνούν για το αν τα γεγονότα της περασμένης Τρίτης θα επιταχύνουν ή όχι την επερχόμενη ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ και τις συνέπειες στις οικονομίες των άλλων χωρών. Κατά την άποψη των περισσοτέρων, το κρίσιμο μέγεθος από το οποίο θα εξαρτηθεί η πορεία προς την ύφεση είναι η κατανάλωση στις ΗΠΑ. Αν, σημειώνει στην έκθεση της η Credit Suisse First Boston, μειωθεί η κατανάλωση, τότε μοιραία η οικονομία των ΗΠΑ θα εισέλθει στην ύφεση και προβλέπεται αρνητική ανάπτυξη.
Οι όποιες παρεμβάσεις του τραπεζικού συστήματος στην καλύτερη περίπτωση θα έχουν ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση των δεικτών στο ύψος που βρισκόταν πριν τα γεγονότα της περασμένης Τρίτης. Και η αλήθεια είναι ότι τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ των πιο απαισιόδοξων σεναρίων. Απαισιόδοξων κυρίως για τους εργαζόμενους, αφού στις πλάτες τους πέφτουν τα βάρη για το ξεπέρασμα των όποιων προβλημάτων αντιμετωπίζει το καπιταλιστικό σύστημα.