Τετάρτη 2 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η «ένταξη» εντείνει την πολιτική λιτότητας

Απροσχημάτιστα πλέον κυβέρνηση και ΕΕ ομολογούν τα αντιλαϊκά τους σχέδια για τη μετα-ΟΝΕ εποχή. Λιτότητα και φόροι για τους εργαζόμενους, εφιαλτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις των πάντων, είναι οι πολιτικές που πάνε «πακέτο» με την υλοποίηση του ...μονόδρομου της ΟΝΕ

Ακόμη πιο σκοτεινό διαγράφεται το μέλλον των εργαζομένων της χώρας, αφού η τελική πορεία προς την ΟΝΕ και η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ΕΥΡΩ σηματοδοτούν την παραπέρα ένταση της πολιτικής λιτότητας και υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, υπό την αυστηρή επιτήρηση και συνεχή έλεγχο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), στα πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας. Τη ζοφερή αυτή εικόνα δεν μπορούν πλέον να κρύψουν ούτε οι κυβερνώντες, αφού ακόμα και ο διπλωματικός τρόπος, με τον οποίο δημοσιοποιούνται οι αποφάσεις της κυβέρνησης και του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, δίνουν το ακριβές στίγμα των επερχόμενων μέτρων και αντιλαϊκών επιλογών. Αδιάψευστος μάρτυρας και οι χτεσινές δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαντωνίου , με αφορμή την προχτεσινή έγκριση του επικαιροποιημένου προγράμματος «σύγκλισης» 2000-2002, από το ΕΚΟΦΙΝ.

Σκιαγραφώντας το περιεχόμενο του προγράμματος αυτού, που συναποφάσισαν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι κομισάριοι της ΕΕ - για τη μετα-ΟΝΕ εποχή - ο Γ. Παπαντωνίου προανήγγειλε:

  • Περαιτέρω σφαγιασμό των κρατικών δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα
  • Ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση των λαϊκών εισοδημάτων
  • Μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων
  • Συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και εφιαλτικές αλλαγές στον εργασιακό χώρο και στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.

Οπως προέκυψε μάλιστα από τις ίδιες δηλώσεις, η κυβέρνηση βιάζεται να «ξεμπερδεύει» το συντομότερο δυνατόν με τις «δυσκολίες» που δημιουργεί μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδος. Στα πλαίσια αυτά, ο Γ. Παπαντωνίου, παραπέμποντας ουσιαστικά στο σενάριο που θέλει επίσπευση των εκλογών, χαρακτήρισε «πολιτικά κρίσιμο» για τη χώρα το διάστημα από τις αρχές Μάρτη (που η κυβέρνηση θα υποβάλει την αίτηση ένταξης στην ΟΝΕ), μέχρι τις 20 Ιούνη (που θα ληφθεί η οριστική απόφαση ένταξης από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα). Η κρισιμότητα για τον ίδιο βρίσκεται στους εξής δύο λόγους. Πρώτον, διότι «θα πρέπει να στηριχτεί με πειστικά και ισχυρά επιχειρήματα ο ελληνικός φάκελος για να μην υπάρξουν προβλήματα στη λήψη της τελικής απόφασης τον Ιούνη». Και δεύτερον και «σημαντικότερο» - όπως χαρακτηριστικά είπε - διότι «στους τρεις επόμενους μήνες (σ.σ. από το Μάρτη και μετά) θα μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το πλαίσιο άσκησης της οικονομικής πολιτικής για την περίοδο μετά την ένταξη», διευκρινίζοντας λίγο αργότερα ότι «έχει σημασία ποιος (σ.σ. ποια κυβέρνηση) θα υλοποιήσει αυτή την πολιτική».

Βέβαια, ο υπουργός απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο για τις εκλογές, παραπέμποντας στον πρωθυπουργό. Απαντώντας αργότερα σε ερώτηση σχετικά με το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων για την οικονομική πολιτική στην περίοδο μετά την ένταξη, ανέφερε ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει ότι τα επόμενα χρόνια μπορεί να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της», προσθέτοντας ότι το θέμα της ανταγωνιστικότητας «αφήνει περιθώρια για πολλές πολιτικές επιλογές».

Πολιτική συμμόρφωσης

Λίγο νωρίτερα ο υπουργός χαρακτήρισε ως «ένα ακόμα αποφασιστικό βήμα στη διαδικασία ένταξης» την προχτεσινή έγκριση του προγράμματος «σύγκλισης» από το ΕΚΟΦΙΝ, επισημαίνοντας ωστόσο την παρατήρηση του κειμένου της απόφασης ότι «διατηρείται ως κεντρικός στόχος η συμμόρφωση με τα κριτήρια σύγκλισης, που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να συμμετάσχει στη νομισματική ένωση από το Γενάρη 2001». Αναφερόμενος στον πληθωρισμό (το μοναδικό κριτήριο που δεν έχει εκπληρωθεί μέχρι στιγμής), υποστήριξε ότι από το Γενάρη και τους επόμενους μήνες θα σημειώνει σταδιακή αποκλιμάκωση. Στο ίδιο πνεύμα τόνισε ότι ο πληθωρισμός, που θα ανακοινωθεί τις επόμενες μέρες για το Γενάρη, θα κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα του περασμένου Δεκέμβρη (2,7% αρχή - τέλος), εκτιμώντας παράλληλα ότι το Φλεβάρη ο μέσος, εναρμονισμένος (με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) πληθωρισμός θα κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα από τα κριτήρια που θέτει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αναφερόμενος επίσης στους «ορατούς κινδύνους», που επισημαίνει η απόφαση του ΕΚΟΦΙΝ σχετικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει στον πληθωρισμό η «σύγκλιση των νομισματικών συνθηκών στην Ελλάδα με εκείνες που ισχύουν στη ζώνη ΕΥΡΩ» (σ.σ. μείωση των επιτοκίων, υποτίμηση της δραχμής μέχρι το τέλος του 2000), ο Γ. Παπαντωνίου υποστήριξε ότι «η κυβέρνηση στην κατάθεση του προγράμματος σύγκλισης έλαβε υπόψη αυτούς τους κινδύνους», κάνοντας ωστόσο λόγο για δημιουργία «περιθωρίων ασφαλείας» ώστε να αντιμετωπιστούν ενδεχόμενα προβλήματα.

Σε ό,τι αφορά τις συγκεκριμένες συστάσεις του ΕΚΟΦΙΝ προς την ελληνική κυβέρνηση, «να ενισχύσει τον αντιπληθωριστικό προσανατολισμό των πολιτικών της, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής», και το χαρακτηρισμό των δημοσιονομικών στόχων ως «ελάχιστα απαιτούμενων», ο Γ. Παπαντωνίου υποστήριξε ότι ο στόχος που έχει τεθεί για την πορεία του ελλείμματος για φέτος και τα επόμενα χρόνια «είναι συντηρητικός» και ότι «θα πάμε καλύτερα από τους στόχους». Πάντως, δεν παρέλειψε ν' αναφέρει ότι «αν υπάρξουν πληθωριστικές πιέσεις στο τέλος του 2000 θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον προϋπολογισμό του 2001», υπονοώντας τη λήψη νέων φορολογικών μέτρων και μεγαλύτερες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, προσθέτοντας βέβαια, για ευνόητους λόγους, ότι «δε νομίζει να χρειαστεί κάτι τέτοιο».

Απροκάλυπτη διαστρέβλωση

Σχετικά με την εισοδηματική πολιτική των επόμενων χρόνων, την οποία το επίσημο κείμενο του ΕΚΟΦΙΝ συνδέει με την «εξασφάλιση περιβάλλοντος χαμηλού πληθωρισμού», ο υπουργός επανέλαβε το γνωστό και αυθαίρετο ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο, «η πολιτική της κυβέρνησης είναι να εξασφαλίσει ουσιαστικές πραγματικές αυξήσεις για τους εργαζόμενους μέσα στα όρια αντοχής της ελληνικής οικονομίας». Ωστόσο, η παραπάνω θέση, ακόμη και με το διπλωματικό τρόπο που διατυπώνεται, απέχει παρασάγγας από τη δυσμενή πραγματικότητα που θα βιώσουν οι εργαζόμενοι στην «τσέπη» τους μετά τις εκλογές στη λεγόμενη μετα-ΟΝΕ εποχή. Είναι δεδομένο ότι το κύριο βάρος της αντιπληθωριστικής πολιτικής στα επόμενα χρόνια, στο όνομα της «διατηρησιμότητας» των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, θα το σηκώσει η εισοδηματική πολιτική.

Ο Γ. Παπαντωνίου ανέφερε επίσης ότι το Συμβούλιο ΕΚΟΦΙΝ στις προχτεσινές συζητήσεις «αναγνώρισε τη σημαντική πρόοδο που έχει κάνει η κυβέρνηση στις διαρθρωτικές αλλαγές» και ότι «παροτρύνει την κυβέρνηση να συνεχίσει την ίδια πολιτική για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας». Μία πολιτική που η κυβέρνηση έχει επιλέξει να συνεχίσει και να εντείνει τα επόμενα χρόνια, με το ξεπούλημα όσων δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών έχουν εναπομείνει και τις δρομολογούμενες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.

Τέλος, ο υπουργός, αναφερόμενος στα διαδικαστικά βήματα που θα ακολουθήσουν από δω και στο εξής, θύμισε ότι το επόμενο και τελικό (από την πλευρά της κυβέρνησης βήμα) είναι η κατάθεση της αίτησης ένταξης στην ΟΝΕ στις αρχές Μάρτη. Στο σημείο αυτό ο υπουργός άδραξε την ευκαιρία να δημαγωγήσει, υποστηρίζοντας ότι «με την εκπλήρωση των πέντε κριτηρίων, ολοκληρώνεται η μεγάλη εθνική προσπάθεια των τελευταίων 6 ετών για ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ». Πρόσθεσε, τέλος, ότι το διάστημα που θα ακολουθήσει μετά την υποβολή αίτησης από την κυβέρνηση μέχρι τις 20 Ιούνη, που θα ληφθεί η οριστική απόφαση ένταξης, στο Πόρτο της Πορτογαλίας (διάστημα που, όπως προαναφέρθηκε, χαρακτηρίστηκε «πολιτικά κρίσιμο» για τη χώρα), θα αφορά τα κοινοτικά όργανα.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ