Με αφορμή τα εγκαίνια για την ανάληψη των Ναυπηγείων Σύρου από την αμερικανική εταιρεία ΟΝΕΧ, την περασμένη Πέμπτη, τα κυβερνητικά στελέχη αναμασούν με επιμονή τις τελευταίες μέρες ένα αντεργατικό προπαγανδιστικό μοτίβο με ευρύτερες στοχεύσεις.
Κάπου ανάμεσα στις αβρότητες που ανταλλάσσουν με τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ότι η επένδυση αυτή αποτελεί «σπάνιο δείγμα κυβερνητικής συνέχειας», καθώς «ξεκίνησε με την προηγούμενη κυβέρνηση και ολοκληρώθηκε με τη σημερινή», οι υπουργοί της ΝΔ, με τις ομιλίες τους στη φιέστα των εγκαινίων, με παρεμβάσεις τους στη Βουλή και με αρθρογραφία στον Τύπο, επαναλαμβάνουν τον «θαυμασμό» τους γιατί, όπως ισχυρίζονται, στη Σύρο είδαν την «πρωτόγνωρη συνεργασία εργαζομένων και ιδιοκτησίας», δηλώνουν «συγκινημένοι» γιατί είδαν «υγιή συνδικαλισμό» που βρίσκεται στην «ίδια πλευρά με τους ιδιοκτήτες»...
Σε χαρακτηριστικό άρθρο του περί της «Ελλάδας που θέλουμε», ο υπουργός Ανάπτυξης αναφέρει ότι «εκπλήσσεται θετικά» που στη φιέστα των εγκαινίων ο πρόεδρος του σωματείου των εργαζομένων του Ναυπηγείου ευχαρίστησε «όλους όσοι συνέβαλαν να πάρουν μπρος τα ναυπηγεία για να εξασφαλίσουν 700 άνθρωποι την εργασία τους», τον εργοδότη που ανέλαβε το Νεώριο, τους εφοπλιστές - πελάτες που «επέλεξαν να φέρουν τα πλοία τους στα Ναυπηγεία Σύρου» και τον παριστάμενο Αμερικανό πρέσβη και τις ΗΠΑ, «που επέλεξαν την Ελλάδα και τη Σύρο για να έρθουν να κάνουν την επένδυσή τους».
Με βάση τα παραπάνω, ο Αδ. Γεωργιάδης πανηγυρίζει ότι «τα μυαλά άλλαξαν», ότι αυτού του είδους ο εργατοπατερισμός είναι «δηλωτικό της διαφοράς της νέας Ελλάδας» και ότι «όλοι πια καταλαβαίνουμε ότι για να έχουμε δουλειές, πρέπει να έχουμε ιδιωτικές επενδύσεις», πρέπει «να φτιάξουμε τη χώρα μας ως μια φιλικά επενδυτική χώρα»...
Τι δεν μας λένε με όλη αυτή την προπαγάνδα;
Πάει πολύ τα κυβερνητικά στελέχη να παρουσιάζουν τα εκάστοτε τσιράκια της εργοδοσίας, τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, ως... «υγιή συνδικαλισμό» και ως «νέα Ελλάδα»!
Ο εργατοπατερισμός, οι δυνάμεις μέσα στα συνδικάτα που κάνουν ό,τι μπορούν για να πείσουν τους εργαζόμενους ότι τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με αυτά των εκμεταλλευτών τους, είναι ό,τι πιο παλιό, ό,τι πιο εκφυλισμένο και ό,τι πιο δοκιμασμένο από τους εργάτες, που έχουν πια συσσωρευμένη πικρή πείρα για το ρόλο τους.
Πλήθος είναι τα παραδείγματα τέτοιων ηγεσιών σε συνδικαλιστικές οργανώσεις στη Ναυπηγοεπισκευή, συνολικά στον κλάδο του Μετάλλου, που λιβάνιζαν και λιβανίζουν τους εργοδότες και τις κυβερνήσεις τους, που καλλιεργούν τα επιχειρήματά τους και υπονομεύουν κάθε προσπάθεια οργάνωσης της πάλης της εργατικής τάξης, στο όνομα της «διευκόλυνσης της ανάπτυξης» και των «επενδύσεων», με τα αποτελέσματα να είναι πια γνωστά σε όλους.
«Κάθονται στο λαιμό» της εργοδοσίας, της κυβέρνησης και όλων των αστικών επιτελείων τα ταξικά συνδικάτα, που χαλάνε αυτήν τη σούπα. Καθόλου τυχαία, ο υπουργός Ανάπτυξης φέρνει ως αντιπαράδειγμα στο άρθρο του τα ταξικά συνδικάτα της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης, λέγοντας ότι έχουν μόνο «να κατηγορήσουν τους εργοδότες τους, να κατηγορήσουν τις συνθήκες εργασίας τους και να διεκδικούν ολοένα και περισσότερα»...
Προφανώς το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του - όπως και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που αρνήθηκε να κηρύξει ως υποχρεωτική την Συλλογική Σύμβαση που υπέγραψαν με αγώνα οι εργάτες της Ζώνης - θέλουν τους εργαζόμενους να δουλεύουν για ένα ξεροκόμματο, μέσα σε χώρους δουλειάς - παγίδες θανάτου, και να λένε και ευχαριστώ!
Ο δρόμος της «νέας Ελλάδας» και της «φιλικά επενδυτικής χώρας», που προβάλλουν συναινετικά όλα τα κόμματα του κεφαλαίου, είναι γνωστός. Σημαίνει φθηνή και «ευέλικτη» εργατική δύναμη για τα κέρδη του κεφαλαίου, χτύπημα κατακτήσεων και δικαιωμάτων, ανυπαρξία μέτρων για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία, ασφυκτικό έλεγχο κράτους και εργοδοσίας στα συνδικάτα κ.ο.κ.
Στην αντίπερα όχθη, ο δρόμος για τους εργαζόμενους και το λαό είναι η αντίσταση στην κλιμακούμενη επίθεση, ο αγώνας με κριτήριο και οδηγό τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες, η πάλη για την ανατροπή, για την οικονομία και την κοινωνία που θα έχει αυτές τις ανάγκες στο επίκεντρό της, με κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο.