Συνεπώς, οι αρχές του ΕΚ διαβεβαιώνουν -και το κάνουν συνεχώς- τη δέσμευσή τους ως προς την ποικιλομορφία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης, τη σημασία της πολυγλωσσίας της, πόσο σημαντικό είναι η εκμάθηση γλωσσών, αλλά και πόσο ανάγκη είναι η διατήρηση του ευρωπαϊκού μοντέλου.
Από τη στιγμή, που γνωστοποιήθηκε η παραπάνω απόφαση της 3ης Σεπτέμβρη του Προεδρείου του ΕΚ, οι διερμηνείς ξεκίνησαν μια μεγάλη κινητοποίηση, αποδείχνοντας ότι -πέρα από τις διακρίσεις που θα επιφέρει το καινούριο σύστημα- η απόφαση του Προεδρείου στηρίχτηκε σε εσφαλμένα στοιχεία και διέπεται από μια απλουστευτική ανάγνωση μιας πολύπλοκης πραγματικότητας, η οποία ανάγνωση παρουσιάζει για όσους ξέρουν τα πράγματα από κοντά, και στοιχεία γελοιότητας. Το αποτέλεσμα μέχρι τώρα αυτής της κινητοποίησης, ήταν το πάγωμα της απόφασης του Προεδρείου.
Αρκετές πολιτικές ομάδες του ΕΚ - ανάμεσα σ' αυτές και η ομάδα, στην οποία μετέχει το ΚΚΕ - υπέβαλαν μια κοινή πρόταση ψηφίσματος σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς εκφράζοντας την προσήλωσή τους στις αρχές της πολυγλωσσίας, της πολυπολιτισμικότητας, της διαφορετικότητας κλπ. της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή.
Τα πρακτικά της ημερίδας δημοσιεύτηκαν σε μια έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Σκοπός: η «ανίχνευση του ευρωπαϊκού ορίζοντα, στον οποίο σήμερα προβάλλεται η γλώσσα μας και η ανάδειξη του πλέγματος αντιθέσεων, που αναδύονται, καθώς και τα πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά διακυβεύματα».
Τα διακυβεύματα ήταν πολλά, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις, που συμβολικά και πρακτικά συμπυκνώνονται στις δηλώσεις της Επιτρόπου της Ελλάδας στην Κομισιόν. Από την παραπάνω ημερίδα η παρέμβαση, που έθιξε πιο άμεσα τη θέση της ελληνικής στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ήταν αυτή του Χρίστου Α. Παπαρίζου στη θεματολογική ενότητα «Ευρωπαϊκή Γλωσσική Πολιτική» και με τίτλο «Οι προοπτικές της ελληνικής γλώσσας στην ΕΕ».
Φυσικά, δεν μπορούμε να σταθούμε εκτενέστερα στο υλικό αυτής της ημερίδας στα πλαίσια του χώρου του παρόντος άρθρου. Η μελέτη δείχνει, όπως διαπιστώνεται στην ως άνω παρέμβαση, βασικές προϋποθέσεις μιας «καταρχήν θετικής» για την Ελλάδα κοινοτική πολιτική (για τη γλώσσα). Σαν προϋποθέσεις αναφέρει, ανάμεσα στ' άλλα, το γεγονός, ότι η επιβίωση και προώθηση της ελληνικής γλώσσας είναι ευθύνη και αρμοδιότητα της ελληνικής πλευράς, ότι η ελεύθερη κυκλοφορία στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο φαίνεται να ευνοεί γενικά την επιβίωση και διάδοση της ελληνικής (!) ότι, για πολλούς λόγους η επικοινωνία της ενωμένης Ευρώπης δε φαίνεται να εξυπηρετείται από την υιοθέτηση μιας μοναδικής γλώσσας, αλλά «σε κάθε περίπτωση, η ελληνική θα μπορούσε να ωφεληθεί μόνο από μια κοινοτική πολιτική που θα ενίσχυε δραστικά τις επίσημες λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες...» και «ο ελεύθερος ανταγωνισμός αναμένεται να αποβεί σε βάρος της ελληνικής γλώσσας» (σελ. 192). Εντοπίζει, ωστόσο, ότι το θεσμικό πλαίσιο για τη λήψη ειδικών μέτρων υποστήριξης των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών βρίσκεται σε διατάξεις δευτερευόντων κειμένων και θεωρεί, ότι δε διασφαλίζεται επαρκώς η ελληνική, αλλά μόνο στο μέτρο που διασφαλίζονται και προωθούνται όλες οι επίσημες κοινοτικές γλώσσες. Τα μέτρα, που παίρνονται για τις λιγότερο ομιλούμενες δε φτάνουν για τη μείωση - ή έστω - τη διατήρηση της διαφοράς εις βάρος τους. Η μελέτη δείχνει εκ μέρους του συντάκτη της έναν περιοριστικό προσανατολισμό, όταν λέει, στην τελευταία παράγραφο: «Οπως φάνηκε από την όλη πραγμάτευση του θέματος, οι συνέπειες στις γλώσσες προέρχονται περισσότερο από τους συσχετισμούς δυνάμεων και από την ύπαρξη ενιαίου οικονομικού χώρου και λιγότερο από επιμέρους νομικές ρυθμίσεις γλωσσικών ζητημάτων» (σελ. 196).
Το θέμα είναι πού το πάει με αυτά τα λόγια. Αν ο ενιαίος ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος θα είναι ισχυρός απέναντι στις ανταγωνιστικές στον κόσμο δυνάμεις, θα έχει περισσότερες πιθανότητες η ελληνική να είναι «ισχυρή».
Οταν η κα Διαμαντοπούλου ρωτήθηκε να επεξηγήσει την πρότασή της για την αγγλική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα, αναφέρθηκε στην επικείμενη διεύρυνση της ΕΕ, η οποία κατά τη γνώμη της, το καθιστά αναγκαίο να υιοθετηθεί μία και μόνο γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας. Επειτα έκανε μια διάκριση στη γλώσσα, στην οποία σκέφτεται κανείς και τη γλώσσα επικοινωνίας. Πώς να το καταλάβουμε αυτό; Οτι οι Δανοί μπορούν να συνεχίσουν να σκέφτονται στα δανέζικα, οι Πορτογάλοι στα πορτογαλέζικα και οι Ελληνες στα ελληνικά, αλλά θα εκφράζουν αυτά που σκέφτονται σε μια άλλη, πιο κεντρική γλώσσα;
Δεν πιστεύουμε, ότι πρόκειται για αφέλεια ή άγνοια σχετικά με κάποια γλωσσικά δρώμενα, αλλά για μια σύγχρονη και ταυτόχρονα παλαιά γνωστή «άλωση» σ' όλα τα επίπεδα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, μια «άλωση» από τον εξίσου παλαιό γνωστό, και τώρα εκσυγχρονισμένο ραγιαδισμό.