Στίχοι φτερωτοί, δροσεροί, με ελάσσονα θέματα, που φέρνουν μειδίαμα με το παιχνίδι ανάμεσα στο φαιδρό και το σοβαρό. Ο Λ. Βασιλειάδης είναι καλός παίχτης. Οχι το ανούσιο και ανόσιο καλαμπούρι που τελευταία «φοριέται» πολύ.
«Τώρα που βιάζομαι / χρονοτριβείς / με θεωρίες περί κβάντων. / Εγώ ένα θαύμα - σαλιγκάρι περιμένω / να με περάσει στο αντικρινό φανάρι(...)».
Αλλά και λυρικά: «... να οραματίζεσαι: / πόλη ανθρώπινη, / βλέμμα παρήγορο, / ένα χαμόγελο / φιλί στο όνειρο». Ακόμα πιο λυρικά: «Η φευγαλέα γοητεία του ωραίου, / τέχνη. / Αμμος που διολισθαίνει / στ' ακροδάχτυλα, / πούπουλο - χάδι, / πούπουλο - χάδι, / μια γλυκιά υπεκφυγή. / Την είδες; Χάθηκε».
Και κριτικά - ρεαλιστικά: «Πώς μπορώ την αλήθεια σου νά βρω; / Η ζωή άσπρο είναι ή μαύρο;». Ακόμα πιο ρεαλιστικά και αποκαλυπτικά: «Τη διαδρομή δεν άλλαξα / να μπω στο καραβάνι, / την ατραπό τη δύσβατη ακολουθώ».
Ο Λ. Β., τέλος, ικετεύει, προειδοποιώντας: «Γλώσσα / (...)μη μας προδώσεις σήμερα, / που ζούμε στο λυκόφως, / ενώ είναι μεσάνυχτα». Να και μια σοβαρή κουβέντα. (Εκδ. «Σαββάλας»).