Η καλλιτεχνική επιμέλεια και η ενορχήστρωση ήταν του Γιάννη Παπαζαχαριάκη και το ταξίδι στους στίχους του Δ. Χριστοδούλου το κάναμε με τις δυνατές και τρυφερές ερμηνείες της Πέγκυς Ζήνα και του Παντελή Θαλασσινού.
Ηταν ταυτόχρονα ένα αφιέρωμα που έδεσε απόλυτα με τον φόρο τιμής που απότισε όλο το Φεστιβάλ στον μεγάλο μας Μίκη Θεοδωράκη, αφού ξεκίνησε ορχηστρικά με τους δικούς του «Χαρταετούς» που καταχειροκροτήθηκαν από τις πρώτες νότες.
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου ήταν ένας από τους παραγωγικότερους μεταπολεμικούς λογοτέχνες, με 30 ποιητικές συλλογές, 15 μυθιστορήματα και 14 θεατρικά έργα. Αγαπήθηκε ιδιαίτερα για τους στίχους του που μελοποιήθηκαν από τους σημαντικότερους Ελληνες συνθέτες και αποτύπωσαν τους καημούς και τις ελπίδες του ελληνικού λαού. Κι αυτό αποτυπώθηκε από την πρώτη στιγμή και στο αφιέρωμα του Φεστιβάλ, με την Πέγκυ Ζήνα και τον Παντελή Θαλασσινό να ανεβαίνουν μαζί στη σκηνή ερμηνεύντας το «Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός» του Γ. Μαρκόπουλου. Από το μελωδικότατο «Μια καλημέρα είναι αυτή» του Μάνου Λοΐζου και το «Βραδιάζει» του Μίκη Θεοδωράκη, ο Παντελής Θαλασσινός έδωσε στη συνέχεια τη σκυτάλη στην Πέγκυ Ζήνα για να ερμηνεύσει επίσης γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του Μίκη, όπως το «Γωνιά - Γωνιά» και το «Παράπονο», αλλά και να εκφράσει τη χαρά της για το αντάμωμά της με τον κόσμο στο Φεστιβάλ, όπου βρέθηκε για πρώτη φορά.
Η Λαϊκή Σκηνή τίμησε και με το παραπάνω τον τίτλο της σ' αυτό το αφιέρωμα, που στάθηκε ιδιαίτερα και στη μακρά συνεργασία του Δ. Χριστοδούλου με τον Γιώργο Ζαμπέτα: «Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει», «Κι αν θα διαβείς τον ουρανό», «Κοντά στα ξημερώματα», «Τι να φταίει» κ.ά.
Και το φινάλε στράφηκε και πάλι στις λαϊκές μουσικές του Μίκη, με τους καλλιτέχνες στη σκηνή να ενώνουν τις φωνές τους στο «Είναι μεγάλος ο καημός» και «Βράχο βράχο τον καημό μου» και τον κόσμο να συμμετέχει κατανυκτικά.