Σάββατο 12 Μάρτη 2022 - Κυριακή 13 Μάρτη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
Το μαλακό σιτάρι και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Εδώ και αρκετές μέρες, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και της μεγάλης πτώσης της παραγωγής, οι σιτοπαραγωγές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η μία μετά την άλλη βάζουν περιορισμούς στις εξαγωγές μαλακού σιταριού και άλλων προϊόντων, π.χ. καλαμποκιού. Οι περιορισμοί αυτοί, και μάλιστα από χώρες που παραδοσιακά πωλούν πιο φθηνά σιτηρά, «βάζουν φωτιά» στις τιμές, ενώ είναι διάχυτη πλέον η ανησυχία για την ασφάλεια εφοδιασμού σε τρόφιμα. Στη χώρα μας, που εισάγει το 70% περίπου των αναγκών της σε μαλακό σιτάρι, το κύριο συστατικό του ψωμιού, οι συνέπειες γίνονται γρήγορα αισθητές στα λαϊκά στρώματα. Ερχεται έτσι στην επιφάνεια η μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στις υπάρχουσες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μας για κάλυψη των κοινωνικών αναγκών σε ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα, και στο γεγονός ότι αυτές συνθλίβονται από το κριτήριο του κέρδους, που καθορίζει τι και πόσο θα παραχθεί. Αυτό το κριτήριο υπηρετεί η εφαρμοζόμενη πολιτική στο πλαίσιο και της ΚΑΠ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σταδιακά, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ), το μαλακό σιτάρι άρχισε να εγκαταλείπεται, ενώ παράλληλα στηρίχθηκε η στροφή σε άλλα δημητριακά, όπως το σκληρό σιτάρι κ.λπ., που αποτελούν βασική πρώτη ύλη στη βιομηχανία τροφίμων (π.χ. ζυμαρικά). Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σίτου, παράγοντας 2.274.250 τόνους. Το 2018 καλλιεργήθηκαν για μαλακό σιτάρι μόλις 1.196.980 στρέμματα και η παραγωγή ήταν 302.849 τόνοι, ενώ είχαν εισαχθεί 989.493 τόνοι. Οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς σε μαλακό σιτάρι ξεπερνούν τους 1,3 εκατ. τόνους ετησίως, επιβεβαιώνοντας ότι η χώρα από πλεονασματική έγινε ελλειμματική.

Με την καταστροφή αγροτικών προϊόντων, τις αποσύρσεις, τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας που εφαρμόζονταν επί δεκαετίες στο πλαίσιο της ΚΑΠ, ενισχύθηκαν εμπόδια και περιορισμοί στην αγροτική παραγωγή που οδήγησαν σε εξαφάνιση ολόκληρους κλάδους της, όπως η τευτλοκαλλιέργεια και η παραγωγή ζάχαρης. Οι δυνατότητες της χώρας, οι υπάρχουσες υποδομές, με τα πέντε εργοστάσια ζάχαρης, και η σημαντική τεχνογνωσία, απαξιώθηκαν. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και σε άλλους τομείς, όπως η κλωστοϋφαντουργία ή η βιομηχανία λιπασμάτων, που διασυνδέονταν με την εγχώρια αγροτική παραγωγή.

Παράλληλα, σε άλλους κλάδους, οι παραπάνω περιορισμοί προήγαγαν τη συγκέντρωση της γης και του ζωικού κεφαλαίου σε μια χούφτα καπιταλιστικές επιχειρήσεις, όπως έγινε π.χ. στη γαλακτοπαραγωγό αγελαδοτροφία.

Συνολικά, μέσα από τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και την ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων, την άρση των τελωνειακών επιβαρύνσεων στις εισαγωγές από χώρες της ΕΕ και τρίτες χώρες, ενισχύθηκε η δυνατότητα των μεταποιητικών και εμπορικών μονοπωλίων να εξασφαλίζουν όποια πρώτη ύλη θέλουν και απ' όπου τους συμφέρει καλύτερα, με αποτέλεσμα μεγάλα ελλείμματα σε βασικά διατροφικά προϊόντα (μαλακό σιτάρι, ζάχαρη, κρέας χοιρινό και βόειο, αγελαδινό γάλα κ.λπ.).

Την ίδια στιγμή συντηρούνται ορισμένοι κλάδοι της παραγωγής (ορισμένα φρούτα και λαχανικά, ρύζι, κρέας κοτόπουλου, πρόβειο γάλα για παραγωγή φέτας κ.λπ.), στους οποίους παρουσιάζονται ακόμα και αυξητικές τάσεις ως προς το παραγόμενο προϊόν, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτει δυνατότητα κάλυψης και της εγχώριας κατανάλωσης. Ομως και σε αυτούς τους κλάδους καταγράφονται αθρόες εισαγωγές ξένων προϊόντων, φθηνότερων, πολλές φορές ακόμα και αμφίβολης ποιότητας. Κι αυτό επειδή η ανάπτυξη της παραγωγής δεν κατευθύνεται από τις λαϊκές ανάγκες, αλλά από το κριτήριο της «εξωστρέφειας», για να ενισχύεται η κερδοφορία των ομίλων της εμπορίας και της μεταποίησης της αγροτικής παραγωγής, αλλά και των τραπεζών.

Παράλληλα, το σύστημα των αποσυνδεδεμένων από την παραγωγή επιδοτήσεων αξιοποιείται μέχρι και σήμερα από το κεφάλαιο ώστε να συγκρατούνται οι τιμές που πουλάνε οι παραγωγοί τα προϊόντα τους σε επίπεδα ακόμα και κάτω του κόστους, να εξυπηρετείται το μονοπωλιακό υπερκέρδος μεταποιητικών και εμπορικών μονοπωλίων, αλλά και η συνέχιση της παραγωγής των αναγκαίων πρώτων υλών, ακόμα και από μικρομεσαίες αγροτικές εκμεταλλεύσεις όταν δεν συμφέρει στις μεγάλες επιχειρήσεις να επενδύουν άμεσα στην αγροτική παραγωγή.

Τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε ό,τι αφορά την επιβίωση του βιοπαλαιστή αγρότη και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών γίνονται πιο εμφανή στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου και των δυσκολιών που προκαλεί στην τροφοδοσία σε προϊόντα και πρώτες ύλες, αλλά και στην προμήθεια αγροτικών εφοδίων, που είναι αναγκαία για τη συνέχιση της εγχώριας παραγωγής. Οι αγρότες της χώρας μας έχουν ήδη νιώσει για τα καλά στο πετσί τους τις επιπτώσεις των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με το ρωσικό εμπάργκο που επιβλήθηκε από το 2014 και είχε αρνητικές επιπτώσεις στην απορρόφηση μιας σειράς αγροτικών προϊόντων.

Η απάντηση σε όλα αυτά δεν βρίσκεται στην ανακύκλωση διαφορετικών εκδοχών της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής που προκαλεί το πρόβλημα, ούτε στην αναζήτηση λύσεων εντός των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, που αποτελούν στρατόπεδα εκμετάλλευσης των λαών.

Από τις ίδιες τις εξελίξεις φωτίζεται η αναγκαιότητα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, που θα στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία της γης και των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Στη σοσιαλιστική οικονομία, η αγροτική - κτηνοτροφική παραγωγή θα συνδέεται με την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία και το κρατικό εμπόριο, δίνοντας οριστικά τέλος στο βάσανο της επιβίωσης των βιοπαλαιστών αγροτών, με την εθελοντική τους ένταξη στον παραγωγικό συνεταιρισμό. Δίνοντας επίσης τέλος στο μαρτύριο της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, που σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής «ειρήνης» πληρώνει ακριβά τα τρόφιμα, χωρίς καμία σιγουριά για την ποιότητά τους, ενώ με τον πόλεμο οι ελλείψεις βάζουν σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την επιβίωσή της.


Γ. Ο.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ