Είναι χαρακτηριστικό ότι σταδιακά, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ), το μαλακό σιτάρι άρχισε να εγκαταλείπεται, ενώ παράλληλα στηρίχθηκε η στροφή σε άλλα δημητριακά, όπως το σκληρό σιτάρι κ.λπ., που αποτελούν βασική πρώτη ύλη στη βιομηχανία τροφίμων (π.χ. ζυμαρικά). Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σίτου, παράγοντας 2.274.250 τόνους. Το 2018 καλλιεργήθηκαν για μαλακό σιτάρι μόλις 1.196.980 στρέμματα και η παραγωγή ήταν 302.849 τόνοι, ενώ είχαν εισαχθεί 989.493 τόνοι. Οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς σε μαλακό σιτάρι ξεπερνούν τους 1,3 εκατ. τόνους ετησίως, επιβεβαιώνοντας ότι η χώρα από πλεονασματική έγινε ελλειμματική.
Παράλληλα, σε άλλους κλάδους, οι παραπάνω περιορισμοί προήγαγαν τη συγκέντρωση της γης και του ζωικού κεφαλαίου σε μια χούφτα καπιταλιστικές επιχειρήσεις, όπως έγινε π.χ. στη γαλακτοπαραγωγό αγελαδοτροφία.
Συνολικά, μέσα από τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και την ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων, την άρση των τελωνειακών επιβαρύνσεων στις εισαγωγές από χώρες της ΕΕ και τρίτες χώρες, ενισχύθηκε η δυνατότητα των μεταποιητικών και εμπορικών μονοπωλίων να εξασφαλίζουν όποια πρώτη ύλη θέλουν και απ' όπου τους συμφέρει καλύτερα, με αποτέλεσμα μεγάλα ελλείμματα σε βασικά διατροφικά προϊόντα (μαλακό σιτάρι, ζάχαρη, κρέας χοιρινό και βόειο, αγελαδινό γάλα κ.λπ.).
Παράλληλα, το σύστημα των αποσυνδεδεμένων από την παραγωγή επιδοτήσεων αξιοποιείται μέχρι και σήμερα από το κεφάλαιο ώστε να συγκρατούνται οι τιμές που πουλάνε οι παραγωγοί τα προϊόντα τους σε επίπεδα ακόμα και κάτω του κόστους, να εξυπηρετείται το μονοπωλιακό υπερκέρδος μεταποιητικών και εμπορικών μονοπωλίων, αλλά και η συνέχιση της παραγωγής των αναγκαίων πρώτων υλών, ακόμα και από μικρομεσαίες αγροτικές εκμεταλλεύσεις όταν δεν συμφέρει στις μεγάλες επιχειρήσεις να επενδύουν άμεσα στην αγροτική παραγωγή.
Η απάντηση σε όλα αυτά δεν βρίσκεται στην ανακύκλωση διαφορετικών εκδοχών της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής που προκαλεί το πρόβλημα, ούτε στην αναζήτηση λύσεων εντός των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, που αποτελούν στρατόπεδα εκμετάλλευσης των λαών.
Από τις ίδιες τις εξελίξεις φωτίζεται η αναγκαιότητα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, που θα στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία της γης και των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Στη σοσιαλιστική οικονομία, η αγροτική - κτηνοτροφική παραγωγή θα συνδέεται με την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία και το κρατικό εμπόριο, δίνοντας οριστικά τέλος στο βάσανο της επιβίωσης των βιοπαλαιστών αγροτών, με την εθελοντική τους ένταξη στον παραγωγικό συνεταιρισμό. Δίνοντας επίσης τέλος στο μαρτύριο της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, που σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής «ειρήνης» πληρώνει ακριβά τα τρόφιμα, χωρίς καμία σιγουριά για την ποιότητά τους, ενώ με τον πόλεμο οι ελλείψεις βάζουν σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την επιβίωσή της.