Στην κατεύθυνση αυτή, η κυβέρνηση έχει φροντίσει να διαμορφώσει το θεσμικό και, κυρίως, το οικονομικό εκείνο πλαίσιο, που θα κατοχυρώνει τον πλήρη έλεγχο της λειτουργίας των δήμων, με βάση τις δικές της επιλογές. Σημαντικό «όπλο» σ' αυτήν την επίθεση της κεντρικής εξουσίας είναι οι θεσμοθετημένοι, υπέρ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ), οι οποίοι συνεχώς συρρικνώνονται, με την προοπτική να καταργηθούν και οι δήμοι να λειτουργούν ως ιδιωτικές εταιρίες. Αυτό επιτυγχάνει και η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, βάσει της οποίας το κράτος δεν υποχρεούται να εξασφαλίζει τους αναγκαίους πόρους για τη λειτουργία των δήμων, αλλά τα μέσα (βλέπε τοπική φορολογία) για την εξεύρεση χρημάτων.
Η προοπτική αυτή, άλλωστε, καταδεικνύεται στη φθίνουσα πορεία που ακολουθούν οι ΚΑΠ τα τελευταία χρόνια και επιβεβαιώνεται απροκάλυπτα στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2001, όπου δηλωνόταν ότι κύριος στόχος είναι «...η απεξάρτηση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης από τους πόρους της κεντρικής διοίκησης». Με την έννοια αυτή, το όποιο όραμα για τη λειτουργία των πόλεων προβάλλεται (ιδιαίτερα σήμερα, όσο οδεύουμε προς τις εκλογές και τους Ολυμπιακούς Αγώνες), εμπεριέχει τη διάκριση των δημοτών σε «έχοντες» να αγοράσουν την υπηρεσία και σε «μη έχοντες». Τα λόγια του ιδρυτή της «Συμπαράταξης για την Αθήνα», Λεων. Αυδή, πως «το όραμα δεν μπορεί να αφορά μόνο τα εξωτερικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά μιας πόλης, γιατί δεν μπορεί να είναι ασύνδετο με τις οικονομικές συνθήκες», βρίσκουν έδαφος και στην εξέλιξη των ΚΑΠ, οι οποίοι, από μηχανισμό στήριξης των δήμων και, κατά συνέπεια, των δημοτών, μετατρέπονται σε προέκταση των νεοφιλελεύθερων επιλογών και των ταξικών διακρίσεων που «κουβαλούν».