Τετάρτη 27 Μάρτη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 25
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πληθωρισμός υποκρισίας και φαρισαϊσμού

Η κυβέρνηση και το οικονομικό της επιτελείο υποστήριζαν με κάθε τρόπο και ευκαιρία πως η έξαρση της κερδοσκοπίας που εκδηλώθηκε στην αγορά τους τελευταίους μήνες δεν οφείλεται στην κερδοσκοπία (στην οποία επιδόθηκαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες λόγω ευρώ), αλλά σε... άλλα συγκυριακά φαινόμενα. Για την αναζωπύρωση του πληθωρισμού, υποστήριζαν οι κυβερνώντες, δε φταίνε οι επιχειρηματίες και η καθιέρωση του ευρώ σαν επίσημου εθνικού νομίσματος, αλλά οι αυξήσεις των διεθνών τιμών του πετρελαίου (και άρα των υγρών καυσίμων), του δολαρίου (και άρα των τιμών των εισαγόμενων ειδών) και η παρατεταμένη κακοκαιρία (που προκάλεσε καταστροφές στα οπωροκηπευτικά και άρα τσουχτερές ανατιμήσεις). Τους διαψεύδουν, όμως, η καθημερινή πραγματικότητα (που βιώνουν οι εργαζόμενες νοικοκυρές) και τα επίσημα στοιχεία (της Eurostat και της Τράπεζας της Ελλάδας).

Στην ενδιάμεση έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, που δημοσιοποιήθηκε χτες, περιλαμβάνονται και στοιχεία που καταγράφουν «με διπλωματική γλώσσα» την αισχροκέρδεια στην οποία επιδόθηκαν, επιδίδονται και θα συνεχίσουν να επιδίδονται οι μεγαλοεπιχειρηματίες, αξιοποιώντας στο έπακρο το καθεστώς κερδοσκοπικής ασυδοσίας που τους παρέχουν οι κυβερνώντες (απελευθέρωση τιμών και αγορών). Για παράδειγμα, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας μας πληροφορεί πως τόσο πριν όσο και μετά την επίσημη αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ, η κερδοσκοπία οργίασε, αφού: Πρώτον, στο τελευταίο 3μηνο πριν την επίσημη κυκλοφορία του ευρώ (Οκτώβρης - Δεκέμβρης 2001, που η κυβέρνηση υπέγραφε συμφωνίες «κυρίων» για «πάγωμα» τιμών), διαπιστώθηκαν τσουχτερές αυξήσεις τιμών (στο 20% των ειδών και υπηρεσιών του «καλαθιού» του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), συγκριτικά με τις μεταβολές τιμών που είχαν καταγραφεί στα ίδια είδη και υπηρεσίες την αντίστοιχη περίοδο του 2000. Δεύτερον, στο πρώτο δίμηνο του 2002, πολλοί επιχειρηματίες συνέχισαν να επιδίδονται στο «σπορ» της αισχροκέρδειας, θησαυρίζοντας σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων. Σε δειγματοληπτική έρευνα της Eurostat, η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων καταναλωτών (το 67,3% στη ζώνη του ευρώ και 62,4% των Ελλήνων) απάντησε πως «οι στρογγυλοποιήσεις, κατά την προσαρμογή των τιμών σε ευρώ, έγιναν προς τα πάνω» και μόλις το 1,9% και 3,2% αντίστοιχα ότι έγιναν «προς τα κάτω»...

Και ενώ θεοί και δαίμονες συνηγορούν ότι οι αυτοί που ρίχνουν λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού είναι οι πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών που παράγουν και αναπαράγουν την κερδοσκοπική ασυδοσία, οι κυβερνώντες και μαζί τους η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας αναζητούν τη «σταθερότητα των τιμών» στην παραπέρα συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, των συντάξεων και εν γένει των λαϊκών εισοδημάτων, με τη σκλήρυνση της αντιλαϊκής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας. Ετσι, ενώ τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας και της Eurostat φωτογραφίζουν τους πραγματικά ενόχους για την έξαρση του πληθωρισμού, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας υιοθετεί πλήρως τις συστάσεις για συνέχιση των πολιτικών λιτότητας στους μισθούς, τηρώντας τη «γραμμή» που εισηγήθηκε για λογαριασμό της ΕΕ ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Β. Ντόιζεμπεργκ και προθυμοποιήθηκε να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση.

Στις συστάσεις για συνέχιση και σκλήρυνση της λιτότητας που προτείνει η «ιερά συμμαχία» (το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι κάθε είδους υποτακτικοί τους), οι εργαζόμενοι έχουν και δικαίωμα και υποχρέωση να αντισταθούν και να αντεπιτεθούν. Στις συστάσεις και υποδείξεις ότι δεν πρέπει να θιγούν τα «κεκτημένα ένταξης στην ΟΝΕ», η «ανταγωνιστικότητα» και η «παραγωγικότητα» - δηλαδή το καθεστώς «σταθεροποίησης» και «ανάκαμψης» των κερδών και υπερκερδών των μονοπωλίων - οι εργαζόμενοι μπορούν και πρέπει να πουν το δικό τους «φτάνει πια», περνώντας στην αντεπίθεση, αναπτύσσοντας το δικό τους μέτωπο αγώνα, με στόχο την πραγματική βελτίωση της αγοραστικής τους δύναμης και των συνθηκών διαβίωσης.


Λ. Τ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ