Μαρμαρωμένος, ανήμπορος, συνοφρυωμένος και σκεπτικός, ο ποιητής των ολυμπιακών στίχων «άκουγε» τις πολεμικές ποδοσφαιρικές ιαχές. «Εβλεπε» την εμφύλια ποδοσφαιρική σύρραξη. «Παρακολουθούσε» τα αλλοπαρμένα και αλλοτριωμένα από το φανατισμό πρόσωπα των ντοπαρισμένων οπαδών, των εξαρτημένων από άλλο είδος τοξικομανίας, χτισμένος πάνω σε διασταυρούμενα συμφέροντα.
Γύρω του βούιζαν, σαν αγριεμένο μελίσσι, οι πολεμικές ανακοινώσεις των δύο πλευρών και ο εφησυχασμός της πολιτείας.
«Αρχαίο πνεύμα αθάνατο - και έτσι εμείς τους θέλουμε». Πώς ταιριάζουν αυτά τα παράδοξα, σκέφτηκε ο ποιητής των καημών της λιμνοθάλασσας. Στους αρχαίους καιρούς, η κατάπαυση των εχθροπραξιών, το γκρέμισμα των τειχών για την υποδοχή των νικητών και ο κότινος, αυτό το ταπεινό κλαδάκι της αγριλιάς, που σήμερα μένει ως εικαστικός συμβολισμός...
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ και ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ τότε που οι αθλητές και οι ελλανοδίκες των αγώνων, αλλά και στενοί συγγενείς τους, ορκίζονταν μπροστά στο άγαλμα του Ορκίου Διός ότι:
«Ουδέν παράνομον ήθελε διαπραχθεί κατά τους αγώνας». Οσοι δε παράβαιναν τους κανονισμούς των αγώνων και ιδιαίτερα «οι αποκαλυπτόμενοι ότι διά χρημάτων προσεπάθουν να διαφθείρουν τους αντιπάλους των, ώστε να κερδίσουν ακόπως τη νίκην ετιμωρούντο ΑΥΣΤΗΡΩΣ».