Οταν πήγα στη Βούρμπα και είδα την εκμετάλλευση του αγρότη από τον φορατζή, τον τοκογλύφο, την Τράπεζα, το χωροφύλακα, το μοναστήρι, του οποίου το χωριό ήταν τσιφλίκι, και το δάσκαλο που υποχρεώνει τα παιδιά να πηγαίνουν κάθε μέρα καλό φαγητό με τη σειρά, επαναστάτησα. Κατάργησα το φαγητό του δασκάλου, ξεσήκωσα τους αγρότες για ζητήματά τους, έκανα καθετί που θα καλυτέρευε τη ζωή, χωρίς όμως μπούσουλα, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς εγώ να ξέρω τι θέλω καλά καλά. Με έλεγαν κομμουνιστή χωρίς να ξέρω.
Το Νοέμβρη του 1925 ένας γεωπόνος μού υπέδειξε και αγόρασα το "Αλφάβητο του κομμουνισμού" και τον "Ιστορικό Υλισμό". Διαβάζοντας αυτά βρήκα τον δρόμο μου. Εψαξα να βρω τους κομμουνιστές που υπήρχαν στην Επαρχία και στις γιορτές των Χριστουγέννων - αρχές του 1926, μαζί με τον Μανώλη Βάκο, καφετζή της Ελασσόνας και τον Γιάννη Σελίδη, φυματικό, πρόεδρο των Παλαιών Πολεμιστών, φτιάξαμε κομματική επιτροπή. Γραμματέας έγινε ο Μανώλης, και γιατί ήταν στο Κέντρο και γιατί ήταν καλύτερος, και για να πιάσει σύνδεση με τη Λάρισα...».
Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο Νίκος Πλουμπίδης στο βιογραφικό του που κατέθεσε στο ΚΚΕ το 1946, περιγράφοντας και αναλύοντας την πολυκύμαντη ζωή του. Μια ζωή που ταυτίστηκε με τις αξίες και τα ιδανικά του Κόμματος της εργατικής τάξης, μια πορεία γεμάτη αγώνες, διώξεις, νίκες μα και ήττες, βαθιά παρανομία, μια ζωή ενός στελέχους του Κόμματος που μέχρι το τέλος της ζωής του δήλωνε περήφανα: «Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα, έχω την τιμή του Κόμματος».
Στη συνέχεια δίδαξε στην περιοχή της Θεσσαλίας και το 1929 κατέβηκε στην Αθήνα. Στα τέλη του 1929, «ύστερα από γενναίο ξυλοκόπημα των χαφιέδων της Ασφάλειας, που μ' έπιασαν στη διαδήλωση της πλατείας Αττικής», αρρώστησε, όπως αναφέρει στο βιογραφικό του, και συνεχίζει: «Οι γιατροί μού είπαν ότι θα πεθάνω αν δεν πάω στο σανατόριο αμέσως. Εγώ δεν μπορούσα, συνέχισα τη δουλειά μου ακόμη πιο έντονα, αφού θα πέθαινα σε 6 μήνες...».
Το 1931 συνελήφθη για πρώτη φορά. Κάθισε στη φυλακή μόνο για δύο μέρες, γιατί «οι υπάλληλοι μάζεψαν λεφτά και πλήρωσαν τη φυλακή». Εκείνη τη χρονιά απολύεται και από δάσκαλος.
Αυτήν την περίοδο το Κόμμα τού εμπιστεύτηκε σοβαρά καθήκοντα. Διετέλεσε μέλος του Γραφείου της Περιφερειακής Επιτροπής της Αθήνας, συμμετείχε ως αντιπρόσωπος στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή, ενώ συμμετείχε και στην αντιπροσωπεία του Κόμματος στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα.
Στο 6ο Συνέδριο του Κόμματος εξελέγη αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά είχε αναλάβει την καθοδήγηση του Γραφείου Θεσσαλίας. Τον Ιούνη του 1938 εξελέγη μέλος του ΠΓ από την κομματική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα. «Αλησμόνητη μου μένει εκείνη η σύσκεψη του Ιούνη 1938, ήταν δράμα. Από τα 16 ταχτικά και 12 αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ ήμασταν μόνο 3 ταχτικοί και 2 αναπληρωματικοί...». Στη συνέχεια ανέλαβε κομματικές χρεώσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Στις 25/7/1952 το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στηριζόμενο σε μεγάλο βαθμό και σε πληροφορίες στελεχών από την Ελλάδα, καθώς και στην παραβίαση του καταστατικού - κομματικού πλαισίου από τον ίδιο τον Πλουμπίδη , που λίγους μήνες πριν δημοσιοποίησε επιστολή του με την οποία αναλάμβανε την ευθύνη του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και την υπόσχεση να παραδοθεί αν δεν εκτελεστεί ο Νίκος Μπελογιάννης (που είχε συλληφθεί από τον Νοέμβρη του 1950 και είχε καταδικαστεί σε θάνατο), αποφάσισε τη διαγραφή του, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα σκληρούς και άδικους χαρακτηρισμούς, όπως «προδότης» και «χαφιές».
Η απόφαση ήταν άδικη και ανακλήθηκε από την 9η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1958. Στην άδικη απόφαση επέδρασαν καταλυτικά οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί για το ΚΚΕ έπειτα από την ήττα του ΔΣΕ. Πιο συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των μελών και η καθοδήγησή του είχαν καταφύγει στο εξωτερικό, οι δυνάμεις του στην Ελλάδα δρούσαν σε καθεστώς σκληρής παρανομίας (διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις κ.ά.), η Ασφάλεια χτυπούσε τις παράνομες Κομματικές Οργανώσεις και παράλληλα διέδιδε προβοκατόρικες φήμες, για να σπείρει συγχύσεις ανάμεσα στους κομμουνιστές. Σε αυτό το κλίμα, λαθεμένες ενέργειες και παλινωδίες ερμηνεύτηκαν ως πράξεις συνεργασίας με τον ταξικό αντίπαλο.
Λίγους μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 25/11/1952, όταν συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε Στρατοδικείο για να δικαστεί μαζί με την ηγεσία του Κόμματος ως πράκτορας, ο Ν. Πλουμπίδης όχι μόνο δεν αποκήρυξε το Κόμμα, αλλά το υπερασπίστηκε έως το τέλος.
Σε επιστολή του το 1953 στην εφημερίδα «Αλλαγή» ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Πάνω σ' όλες τις προσπάθειες των καλοθελητών δηλώνω τ' ακόλουθα:
1) Το ΚΚΕ είναι τόσο δυνατό και έχει τόσο βαθιές ρίζες μέσα στον Λαό που καμιά δύναμη δεν μπορεί να το διασπάσει, να το σπιλώσει, να το βλάψει.
2) Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν φοβάται τις αποκαλύψεις οποιουδήποτε προδότη, γιατί η πολιτική του και οι σκοποί του είναι καθαροί σαν το κρύσταλλο.
3) Με την ηγεσία του ΚΚΕ δεν με χωρίζει καμιά διαφορά, καμιά διαφωνία.
4) Η ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ που με αποκαλεί προδότη οφείλεται στη φροντίδα της ηγεσίας να προφυλάξει το Κόμμα από έναν υποτιθέμενο εχθρό. Η ανακοίνωση στηρίχθηκε σε λαθεμένες ενδείξεις και σε υποβολιμαίες από τον εχθρό πληροφορίες, και ασφαλώς θα επανεξεταστεί όταν το Κόμμα μπορέσει.
5) Εγώ δεν είμαι προδότης, ήμουν, είμαι και θα παραμείνω πιστός στο Κόμμα, και
6) Η απόφαση του Κόμματός μου, οποιαδήποτε κι αν είναι, είναι για μένα ΣΕΒΑΣΤΗ».
Κατά την απολογία του στη δίκη, ανάβλυσαν το κομμουνιστικό του ήθος και η ατράνταχτη πίστη του στο Κόμμα και στο όραμα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στάθηκε αλύγιστος, όπως ήταν και σε όλη του τη ζωή. Ζήτησε να παραδώσουν μια επιστολή του προς την γυναίκα του, Ιουλία, που βρισκόταν κι αυτή φυλακισμένη και καταδικασμένη σε θάνατο. «Αφήνω ένα τίμιο όνομα στο παιδί μου», είπε.
Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και έπεσε φωνάζοντας «Ζήτω το ΚΚΕ!».
*Από το βιογραφικό που συνέταξε ο Ν. Πλουμπίδης το 1946.