Στο τηλεοπτικό μήνυμά του, ο Μητσοτάκης αναγνώρισε μεν ότι ο ΠτΔ οφείλει να διαθέτει «ευρύτερη αποδοχή», όπως του ζητούσαν άλλες αστικές δυνάμεις, κυρίως το ΠΑΣΟΚ, «η ευρύτερη αποδοχή, ωστόσο, δεν σημαίνει αναγκαστικά κάποια πρόταση πέραν της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας», αντέτεινε, προσθέτοντας ότι χρειάζεται «ένα πρόσωπο που θα εμπνέει εμπιστοσύνη στην κοινωνία, που θα έχει τη δυνατότητα να συνθέτει και να ενώνει», το οποίο υποτίθεται είναι ο Τασούλας.
Επίσης, επέμεινε ότι «η ευρεία αποδοχή του (Τασούλα) προκύπτει από το γεγονός ότι εξελέγη τρεις φορές πρόεδρος του Ελληνικού Κοινοβουλίου με την ισχυρότερη πλειοψηφία στη Μεταπολίτευση: Με 283, 270 και 249 ψήφους». Οντως, μόλις πριν από ενάμιση χρόνο υπερψηφίστηκε ξανά από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Ελληνική Λύση, δείχνοντας ξανά τη σύγκλισή τους σε βασικά ζητούμενα του αστικού πολιτικού συστήματος και στα όσα και από εκείνη τη θέση υπηρέτησε ο απερχόμενος πρόεδρος της Βουλής - π.χ. υποδεχόμενος ουκ ολίγες φορές εκπροσώπους του ΝΑΤΟ, δίνοντας βήμα στη Βουλή στους Ουκρανούς ναζί Αζόφ που όλοι μαζί χειροκροτούσαν, επικυρώνοντας αντιλαϊκά νομοσχέδια - και που «εκ της φύσεως» του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας θα κληθεί να επικυρώνει και πάλι, παρότι τώρα επιχειρούν ξανά να στήσουν τα κάλπικα δίπολα περί «προοδευτικών» και «συντηρητικών» υποψηφίων.
Εξάλλου, ακριβώς για την αντιλαϊκή «θεσμική θωράκιση» του αστικού κράτους, ενόψει και όσων βρίσκονται μπροστά, και προκειμένου να μη δοκιμάζεται η σταθερότητά του ούτε από αυτό το θέμα, ο Μητσοτάκης σκιαγράφησε ένα σχέδιο ο ΠτΔ «να ψηφίζεται για μία και μόνη 6ετή θητεία. Ετσι, η συζήτηση για ανανέωση της παραμονής του στο αξίωμα δεν θα άνοιγε, κάθε τόσο, τον χορό των αντιπαραθέσεων. Και ο θεσμός θα έμενε μακριά από τις κομματικές σκοπιμότητες. Πρόκειται για θέση που θα εισηγηθούμε στη Βουλή κατά την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση», διευκρίνισε, σε άλλη μια θεσμική πρόβλεψη για την απρόσκοπτη εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής τους, μετά και την προηγούμενη να μην απαιτούνται πλέον αυξημένες πλειοψηφίες για εκλογή ΠτΔ με κίνδυνο διάλυσης της Βουλής και πρόωρων εκλογών.
Παραπέρα, ο πρωθυπουργός ευχαρίστησε την απερχόμενη ΠτΔ, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τόνισε ωστόσο ότι «κατά το επόμενο διάστημα και σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, η πατρίδα χρειάζεται Πρόεδρο της Δημοκρατίας με μακρά διαδρομή στα κοινά και με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά», επιβεβαιώνοντας ότι η πολιτική τους και η εμπλοκή στα σχέδια του κεφαλαίου και του ευρωατλαντικού άξονα μόνο ανασφάλεια γεννούν για τον λαό.
Από την πλευρά της, η απερχόμενη ΠτΔ, με ανακοίνωσή της, ευχαρίστησε τον Μητσοτάκη για το γεγονός ότι την πρότεινε προ 5ετίας για τη θέση, πρόσθεσε ότι στη διάρκεια της θητείας της προσπάθησε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της «με τη μεγαλύτερη δυνατή ευθύνη» και ευχήθηκε «κάθε επιτυχία» στον επόμενο ΠτΔ.
Ο δε Τασούλας σε σύντομη τοποθέτησή του στη Βουλή είπε ότι η πρόταση Μητσοτάκη για το πρόσωπό του αποτελεί «κορυφαία τιμή όσο και ευθύνη», ενώ ανέπτυξε κι αυτός το επιχείρημα ότι «καθώς έχουμε ήδη μπει σε επίμονα ταραγμένους και αβέβαιους καιρούς, το βλέπουμε αυτό και κοντά μας και ευρύτερα στον κόσμο, η διαφύλαξη της εθνικής μας ενότητας και η αρμονική λειτουργία των εξουσιών της πολιτείας γίνονται ακόμα πιο πολύτιμες προϋποθέσεις για τη σταθερότητα και την προκοπή της χώρας», όπως είπε, ζητώντας ουσιαστικά στοίχιση του λαού στα ζητούμενα της ντόπιας αστικής τάξης και των λυκοφιλιών της και επιβεβαιώνοντας την ουσία της υπόθεσης: Οτι ο ΠτΔ λειτουργεί ως θεματοφύλακας της κυρίαρχης πολιτικής και ουσιαστικά επικυρώνει όλες τις αντιλαϊκές αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης.
Σημειωτέον, ως διάδοχοι Τασούλα στη θέση του προέδρου της Βουλής ακούγονται τα ονόματα των Νικ. Κακλαμάνη, Γ. Πλακιωτάκη (νυν αντιπρόεδρος της Βουλής και παλαιότερα υπηρεσιακός πρόεδρος της ΝΔ), αλλά και του υπουργού (και στενού συνεργάτη του Μητσοτάκη) Κ. Τσιάρα.
Με βάση τις προβλεπόμενες διαδικασίες εκλογής ΠτΔ, πρώτη ημερομηνία ονομαστικής ψηφοφορίας ορίστηκε το Σάββατο 25/1.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, η διαδικασία προβλέπει ονομαστική ψηφοφορία σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής, που συγκαλείται από τον πρόεδρο της Βουλής. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών (200 βουλευτές), ενώ αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται, με την ανάγκη συγκέντρωσης της ίδιας πλειοψηφίας, ύστερα από 5 μέρες. Αν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η οριζόμενη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται διαδοχικά, σε επόμενες συνεδριάσεις, απαιτώντας για την εκλογή πλειοψηφία των τριών πέμπτων (180 βουλευτές) την τρίτη φορά, απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (150 βουλευτές) την τέταρτη, και σχετική πλειοψηφία (120 βουλευτές) την πέμπτη, σύμφωνα και με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση.
Σε ό,τι αφορά τις αντιδράσεις, ο Κ. Τσουκαλάς, εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, ισχυρίστηκε ότι με την πρόταση για Τασούλα ο Μητσοτάκης «απέδειξε σήμερα ότι δεν έχει συναίσθηση τι σημαίνει συναίνεση ακόμα και σε ύψιστα θεσμικά ζητήματα», αγωνιώντας να δείξει η σοσιαλδημοκρατία στο κεφάλαιο πόσο πιο ...θεσμική και φερέγγυα είναι σε τέτοια θέματα. Συνέχισε να κατηγορεί τον Μητσοτάκη ότι «κάνει μια στενά κομματική επιλογή» και ότι «λειτούργησε μονοκομματικά σπάζοντας τις πολιτικές παραδόσεις»! Διεκδικώντας εξάλλου τη δική τους ερμηνεία στο αστικό Σύνταγμα, από το ΠΑΣΟΚ λένε ότι «ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, σύμφωνα με το πνεύμα του Συντάγματος, δεν μπορεί προφανώς να είναι ένα πρόσωπο ταυτισμένο απόλυτα με την κυβερνητική παράταξη».
«Με αίσθημα ευθύνης θα καταθέσουμε δική μας πρόταση για την Προεδρία της Δημοκρατίας, με όλα τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται με βάση το πνεύμα του Συντάγματος. Αφήνουμε τον κ. Μητσοτάκη μόνο, με πιθανούς συνοδοιπόρους κάποιους βουλευτές της ακροδεξιάς, στον δρόμο που επέλεξε», κατέληξε ο Τσουκαλάς, βασικά προκαλώντας τη νοημοσύνη του λαού εφόσον κανένα πρόβλημα δεν είχε προηγούμενα το ΠΑΣΟΚ να κυβερνήσει με την ακροδεξιά του ΛΑ.Ο.Σ., ή και το κομμάτι της που πέρασε στη ΝΔ, ενώ πιο πρόσφατα με την ακροδεξιά του Βελόπουλου υπερψήφισαν Τασούλα για την προεδρία της Βουλής. Πληροφορίες αναφέρουν ότι πέραν του ενδεχομένου για Ευ. Βενιζέλο στρέφονται και σε «λύσεις» όπως ο Ν. Αλιβιζάτος ή ο Τ. Γιαννίτσης. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα θα συνεδριάσει για το θέμα η ΚΟ του κόμματος.
Για «στενά κομματική επιλογή» και «υποταγή του ανώτατου πολιτειακού θεσμού στα εσωκομματικά του θέματα και προβλήματα» κατηγόρησε τον Κυρ. Μητσοτάκη ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Σ. Φάμελλος.
Οπως είπε, «σήμερα ο κ. Μητσοτάκης πρότεινε για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας έναν εν ενεργεία βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας. Σε αντίθεση με το πνεύμα του Συντάγματος και τις παραδόσεις της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Προχώρησε σε μία στενά κομματική επιλογή, υποτάσσοντας τον ανώτατο πολιτειακό θεσμό στα εσωκομματικά του θέματα και προβλήματα. Αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων».
Ο Σ. Φάμελλος επανέλαβε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την Λούκα Κατσέλη, της οποίας έπλεξε το εγκώμιο, σημειώνοντας ότι «είναι μια υποψηφιότητα που μπορεί να ενώσει και δίνει τη δυνατότητα για ευρύτερη υποστήριξη».
Ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Γ. Καραμέρος, σε συνέντευξή του στον «Real FM» αναφέρθηκε στο ΠΑΣΟΚ υποστηρίζοντας πως αν και εγκλωβίστηκε στη στρατηγική Μητσοτάκη, έχει τώρα μια ευκαιρία «να πάμε στη λογική του προοδευτικού μετώπου», εκφράζοντας τη στήριξή του στην Λούκα Κατσέλη.
Χαρακτηριστική του παιγνίου που στήνεται γύρω από το θέμα είναι και η ανακοίνωση του Κινήματος Δημοκρατίας, όπου ηγείται ο τ. πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στ. Κασσελάκης. Από τη μια θυμίζουν ότι αυτοί έκαναν τη «θεσμική πρόταση» για «εκλογή ενός Προέδρου για μία 6ετή θητεία χωρίς δικαίωμα επανεκλογής». Από την άλλη, διαμαρτύρονται ότι η πρόταση αυτή «ενώ υιοθετήθηκε από τον Κυρ. Μητσοτάκη, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για την επιβολή της μονοκομματικής εξουσίας». Ωστόσο του κλείνουν το ματάκι, λέγοντας ότι «η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος και για τη θέση του Προέδρου πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις και να προάγει τη συνεννόηση και τη συνεργασία», καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την επιλογή Τασούλα ότι «δεν εκφράζει αυτήν την ανάγκη για συνεννόηση» και «αποδεικνύει την απουσία πραγματικής διάθεσης για συνεργασία και εθνική συμφιλίωση». Στηλιτεύουν επίσης την κυβέρνηση ότι «επιθυμεί να συνεχίσει την πολιτική του μονοκομματισμού», χωρίς να μοιράζεται δηλαδή την «πίτα» της αστικής διαχείρισης.