Κυριακή 27 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 52
ΔΙΕΘΝΗ
Οι αιώνια «αντιμαχόμενες» κοινότητες

Ο Ν.Τριπλ
Ο Ν.Τριπλ
Η σύγκρουση είναι «παράδοση». Οπως και η ένοπλη αντίσταση κατά της βρετανικής κυριαρχίας και κατοχής της Ιρλανδίας, τόσο πολιτικής όσο και στρατιωτικής.

Η παράδοση αυτή, βέβαια, θα μπορούσε γενικά να έχει τελεσφόρα και αποτελεσματική έκφραση, εάν είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος μη ένοπλης -όχι κατ' ανάγκην απολύτως ειρηνικής- εξέγερσης του ιρλανδικού πληθυσμού σε όλη τη νήσο και βίαιης αντιμετώπισης του απολύτως νόμιμου αιτήματός του, για ανεξαρτησία, απο τους Βρετανούς.

Από τη δεκαετία του 1790, που πρωτοξεκίνησαν οι ένοπλες εξεγέρσεις με τους «Ενωμένους Ιρλανδούς» μέχρι τον ΙΡΑ, που πολεμούσε για την ανεξαρτησία του Ολστερ και την ένωσή του με την Ιρλανδία μέχρι πριν από δύο χρόνια, εκτός από τους Βρετανούς και οι σύμμαχοί τους, οι προτεστάντες, που έπαιζαν το ρόλο του «χωροφύλακα» των βρετανικών συμφερόντων, αποτελούσαν τους δύο πόλους ενός πολέμου, που εξελίχτηκε από ένοπλο αγώνα ανεξαρτησίας, σε εμφύλιο και μετά σε αντάρτικο των πόλεων. Αυτός ο ανταγωνισμός των δύο «αντιμαχόμενων κοινοτήτων» - κάτι σαν φυσικό χαρακτηριστικό - πάντα λειτουργούσε ως μοχλός χειραγώγησης του κινήματος ανεξαρτησίας αλλά και οποιασδήποτε άλλης μορφής πάλης, συμπεριλαμβανομένης και της ταξικής.

Παιχνίδια και σκοπιμότητες

Το καθεστώς αυτό του διαχωρισμού εξακολουθεί να υφίσταται και στη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», καθώς προβλέπεται συνταγματική εγγύηση για μία αποτελεσματική διπολική διακυβέρνηση και των έξι κοινοτήτων της βρετανικής επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας, από κοινού από καθολικούς και προτεστάντες. Παραδείγματος χάριν, για τον καθορισμό των δυνάμεων μέσα στο τοπικό Κοινοβούλιο πρέπει να αποδίδεται κάποιου είδους χαρακτηρισμός, όπως «Ενωτικοί», «Δημοκράτες» ή «Αλλο». Αυτοί οι προσδιορισμοί, όπως διακηρύσσεται επισήμως, αναγνωρίζουν τις δύο «κοινότητες» που κατοικούν στο Βορρά. Τους Ενωτικούς/προτεστάντες και τους Δημοκράτες/καθολικούς. Για τις δύο αυτές κοινότητες αναγνωρίζεται η δυνατότητα να προβάλλουν «βέτο» σε όλα τα επίπεδα του νομοθετικού έργου. Αυτή η διάταξη τους δίνει και τη δυνατότητα για την πρόσβαση στο κομμάτι της οικονομικής ζωής που θα επιφέρει το κέρδος. Αυτή η προσμονή του κέρδους καθώς και η νομή της εξουσίας τούς φέρνει αντιμέτωπους και αντίπαλους στην καινούρια κατάσταση που διαμορφώνεται με την «ελεύθερη αγορά».

Ομως, πλέον οι πρωταγωνιστές δεν είναι οι αντίπαλες ένοπλες ομάδες, όπως ο ΙΡΑ ή η «Ερυθρά Χείρα του Ολστερ» - γνωστή παραστρατιωτική ομάδα των προτεσταντών - αλλά οι δύο κύριοι και καθοριστικοί για την εξέλιξη πολιτικοί φορείς, το Σιν Φέιν και το κόμμα του Τριμπλ «Ενωτικοί Προτεστάντες». Αποτελεί ένα μικρό θαύμα που η διαμάχη όλους αυτούς τους 22 μήνες, από την πρώτη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας, έχει παραμείνει μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων και δεν έχει διαχυθεί εκ νέου... Φυσικά η διαμάχη ποτέ δεν έχει να κάνει με πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα ή την εξέλιξη της πολιτικής διαδικασίας αλλά με τον αφοπλισμό του ΙΡΑ, που, σημειωτέον, δεν προβλέπεται επακριβώς από τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής».

Το αγκάθι του αφοπλισμού

Συγκεκριμένα, η συμφωνία καθορίζει ότι ο αφοπλισμός ΟΛΩΝ των παραστρατιωτικών ομάδων, ορμώμενων και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει να γίνει μέσα στο διάστημα των δύο ετών από την επικύρωση της συμφωνίας με το δημοψήφισμα της 22ης του Μάη, δηλαδή το Μάη του 2000. Καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει γίνει, απλά όλες οι ομάδες έχουν κηρύξει μονομερή και επ' αόριστο εκεχειρία και έχουν δηλώσει ρητά ότι «ο πόλεμος τελείωσε». Ουδεμία όμως δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής ούτε μία σφαίρα. Γιατί, λοιπόν, η μονομανία για τον αφοπλισμό του ΙΡΑ, η οποία μάλιστα εμφανίστηκε λίγες μέρες μετά τη διεξαγωγή των εκλογών, στις 25 Ιούνη του 1998;

Ουδείς αρνείται το γεγονός ότι ο πιο μάχιμος και αποτελεσματικός «παράνομος στρατός» στην Ευρώπη είναι ο ΙΡΑ και ότι όσο ο ΙΡΑ έχει τον οπλισμό του, αποτελεί κίνδυνο τόσο για την «ειρηνευτική διαδικασία» όσο και για την εξέλιξη της Βόρειας Ιρλανδίας, ως ενός νέου είδους προτεκτοράτου. Και αυτό γιατί μέσα στους κόλπους του ΙΡΑ, σε αντίθεση με το Σιν Φέιν, υπάρχουν και αρκετοί που κινούνται από πιο ριζοσπαστικές θέσεις και εμφανίζονται να έχουν «μνήμη ελέφαντα» και να μην ξεχνούν τις διακηρύξεις για «ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και ανεξαρτησία» όλων των Ιρλανδών.

Οταν λοιπόν ο Ντέιβιντ Τριμπλ έθεσε ως όρο τον αφοπλισμό του ΙΡΑ για συμμετοχή του Σιν Φέιν στην κυβέρνηση - από τις 27/5/98 - όχι μόνο ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», που δε συνδέει το θέμα των πολιτικών θεσμών με τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών ομάδων, αλλά άρχισε να παίζει το παιχνίδι της διαιώνισης της εξουσίας από τους Βρετανούς, με τη γνωστή μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε». Επακολούθησε η αναθεώρηση της συμφωνίας για να αρθεί το αδιέξοδο και να ικανοποιηθούν οι προτεστάντες, η αντικατάσταση της πρώην υπουργού για θέματα Βόρειας Ιρλανδίας Μο Μόουλαμ με τον Μάντελσον - που κατηγορείται για φιλοπροτεσταντισμό - και η μεγάλη κρίση της 11ης Φλεβάρη.

Από την άλλη πλευρά το Σιν Φέιν έχει βρει ένα σύμμαχο στο πρόσωπο του Κλίντον καθώς και των επιχειρηματιών από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αυτό το παιχνίδι των σκοπιμοτήτων θα συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που καταπιεσμένοι και πεινασμένοι και από τις «δύο αντιμαχόμενες» κοινότητες ξυπνήσουν και αντικρίσουν την πραγματικότητα.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ