Κυριακή 6 Ιούλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Μαυρομιχάλη και Βατατζή!

Και μέσα στα «δραματικά» γεγονότα, στο μαλλιοτράβηγμα του ΠΑΣΟΚ, στα σπρωξίματα και στις αγκωνιές της εξουσίας για την εξουσία, ένα δάκρυ, ένα μικρό δάκρυ, έκανε μια τεράστια χαρακιά στο χλομό πρόσωπο της Γκένα. Μαυρομιχάλη και Βατατζή το λιανό τετράχρονο κορίτσι βρέθηκε κατάμονο. Ούτε πίσω, ούτε μπρος, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Η λέξη απελπισία είναι ελάχιστη. Καμία λέξη δεν είναι ικανή να περιγράψει εκείνο το μικρό σπουργιτάκι που έτρεμε.

«

Γιατί κλαις, μωρό μου, γιατί κλαις, αγάπη μου;».

Λέξη η Γκένα! Μόνο κοίταζε με απελπισία τους δρόμους. Χάος μπροστά, χάος πίσω, χάος δεξιά, χάος αριστερά. Πουθενά ο πατέρας της. Το σημείο αναφοράς της μικρής ύπαρξής της. Γι' αυτό, μάλλον από ένστικτο, είχε ακουμπήσει την πλατούλα της στο φαρμακείο της Βέρας. Να σώσει ό,τι είναι δυνατόν να σωθεί. Αυτή και ο κόσμος ολόκληρος. Αυτή και η απέραντη έρημος της ανθρωπότητας. Μαυρομιχάλη και Βατατζή.

«Γιατί κλαις, μωρό μου, γιατί κλαις, αγάπη μου;».

Λέξη η Γκένα! Ιχνος φωνής. Ούτε καν στεναγμός. Ο τρόμος είχε κάνει τη ζημιά του. Η φωνή της δέθηκε κόμπος, αγκιστρώθηκε μέσα της και δεν έβγαινε. Γιατί εάν έβγαινε, είναι σίγουρο, θα ξέσκιζε στο πέρασμά του και το στομάχι, και την καρδιά, και το λάρυγγα. Ετσι, για να προστατευτεί το παιδί (κάνει τέτοιες αλχημείες η φύση), η φωνή μεταλλάχτηκε σε εκείνο το βουβό κλάμα. Σε εκείνο το κλάμα, που, ιδιαίτερα όταν γίνεται από παιδί, σου παραλύει το σώμα. Σε τραυματίζει θανάσιμα.

«Γιατί κλαις, μωρό μου, γιατί κλαις, αγάπη μου;».

Τίποτα η Γκένα. Αφησα τα παρακάλια και άπλωσα τα χέρια. Πρώτα ακούμπησα το μέτωπό της. Σαράντα βαθμούς η θερμοκρασία στον ίσκιο. (Στον ήλιο που στεκόταν η Γκένα μπορεί να ήταν και πενήντα). Μετά το μέτωπο της χάιδεψα τα μαλλιά που έκαιγαν. Εκεί το μωρό σήκωσε τα μάτια. Με σκότωσε! Οι χάντρες των ματιών της είχαν διασταλεί. Ο τρόμος τα είχε κάνει τεράστια. Και μέσα στην απεραντοσύνη τους καμία ελπίδα. Πουθενά, σε καμία άκρη του κόσμου, ο πατέρας της.

Εκανα ένα ακόμα βήμα. Με το μεγάλο μου δάχτυλο έκοψα το ποτάμι, που κύλαγε στο μάγουλό της, στη μέση. «Μην κλαις, σε παρακαλώ, πες μου, τι σου συμβαίνει;». Ξανά εκείνες οι τεράστιες φωτιές. Τα μάτια της. Τα απελπισμένα δακρυσμένα μάτια της. «Ο μπαμπάς μου!». «Πού είναι ο μπαμπάς σου;». «Δεν ξέρω, χάθηκε, φοβάμαι».

Είναι κουβέντες αυτές να λέγονται από παιδί; Από ένα λιανό και τρυφερό σαν τον μίσχο κορίτσι; Ομως, προέχει να βρεθεί ο πατέρας. Γι' αυτό, παριστάνοντας τον ατρόμητο, την διαβεβαίωσα πως, εγώ που είμαι σοφός και μεγάλος, να χαλάσει ο κόσμος θα τον βρω. «Ενα πράμα σε παρακαλώ, κούκλα μου», την παρακάλεσα, «σταμάτα να κλαις για να μπορώ να σκεφτώ!». Και σταμάτησε. Ηταν τέτοια η επιθυμία της να βρει τον πατέρα της, που όχι το κλάμα της θα σταμάταγε, αλλά και την ανάσα της, ακόμα! Χωρίς κλάματα, λοιπόν, κουβέντα στην κουβέντα, περισσότερο από τα συμφραζόμενα, κατέληξα πως ο πατέρας της δεν την εγκατέλειψε εκεί στην άκρη του κόσμου. Πράγματι, είχαν χαθεί! Στο γιουρούσι της αστυνομίας, το παιδί μάλλον τρόμαξε!

Την πιάνω, λοιπόν, απ' το χέρι και τραβάμε για τη Χαρ. Τρικούπη. Στο δρόμο του ΠΑΣΟΚ. Στην κορυφή, όμως, προς την Αλεξάνδρας. Μακριά από τα εκτελεστικά, τους εκτελεστές και τους εκτελεσμένους. Τραβάμε για τη γωνία των μεταναστών. Εκεί που η κυβέρνηση εξευτελίζει τον πατέρα της Γκένα. Ολόκληρη η κυβέρνηση και αυτή που φεύγει και αυτή που έρχεται! Και, ω του θαύματος! Ανάμεσα στους αλαφιασμένους, ο πιο αλαφιασμένος, ο πατέρας της Γκένα. Ιδρωμένος και χλομιασμένος, να ψάχνει σαν τρελός το παιδί του. Και όταν, τελικά, το παίρνει στην αγκαλιά του, εκεί να δεις κλάματα και αυτός και η Γκένα. Η καλύτερη «πράσινη κάρτα», για τον πατέρα της, είναι τα λιανά χεράκια της, έτσι που τον σφίγγουν δυνατά για να μην τον ξαναχάσουν.


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ