Με τη στάση της, η ελληνική κυβέρνηση δίνει συγχωροχάρτι στα εγκλήματα της ισραηλινής ηγεσίας
Associated Press |
Η ισραηλινή ηγεσία δεν έστειλε αντιπροσωπεία στη Χάγη, επιμένοντας ότι το Διεθνές Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να κρίνει τη νομιμότητα του «φράκτη». Χαρακτήρισε «πολιτικά» τα κίνητρα της προσφυγής, με στόχο «να στερήσουν το Ισραήλ από το δικαίωμα της αυτοάμυνας». Αδιαφόρησε, πλήρως, για το ότι το τείχος, εκτός από βάναυση καταπάτηση κάθε έννοιας νομιμότητας (αυτό, όμως, δεν αποτελεί πρωτοτυπία), δημιουργεί τετελεσμένα για τα πιθανά μελλοντικά σύνορα των δύο κρατών και πυροδοτεί νέο κύκλο βίας.
Κομβικής σημασίας, όμως, αποδείχτηκε η στάση που τήρησαν κάποιες άλλες κυβερνήσεις, οι οποίες, στα λόγια, κόπτονται για «ειρήνη», στις πράξεις, όμως, επιβεβαίωσαν, για άλλη μια φορά, ότι θέτουν στην ίδια μοίρα θύτη και θύμα. Η ελληνική κυβέρνηση, και συγκεκριμένα το υπουργείο Εξωτερικών υπό τον, νυν, υποψήφιο πρωθυπουργό κ. Γ. Παπανδρέου, καλύφθηκε πίσω από τη γενική θέση της ΕΕ, που εκτίμησε ότι όχι μόνο δε θα βοηθήσει, αλλά ίσως δυσκολέψει, ακόμη περισσότερο, μια γνωμοδότηση από τη Χάγη την προσπάθεια «επανέναρξης του διαλόγου ανάμεσα στα δύο μέρη». Μια τέτοια θέση, όχι μόνον αγνοεί το Διεθνές Δίκαιο, τη νομιμότητα και τις σχετικές ειλημμένες αποφάσεις του ΟΗΕ, αλλά νομιμοποιεί έως ένα βαθμό την απαξιωτική στάση της κυβέρνησης Σαρόν.
Για ορισμένους, όπως οι ΗΠΑ, η υιοθέτηση μιας τέτοιας στάσης, ούτε αποτέλεσε έκπληξη, αλλά ούτε και μυστικό. Για κάποιους άλλους, όμως, όπως η ελληνική κυβέρνηση και ο νεωτερίζων Γ. Παπανδρέου, αν και ουδείς εξεπλάγη, δεδομένων των πεπραγμένων του πρόσφατου παρελθόντος, ασχέτως ευχολογίων, η υιοθέτηση αυτής της στάσης αποτελεί ένα «διφορούμενο» σημείο που δε διατυπώνεται ανοιχτά. Ισως γιατί γνωρίζουν καλά οι ιθύνοντες ότι, παρά τις επισταμένες προσπάθειες, ο ελληνικός λαός, ακόμη, δεν αντιλαμβάνεται τη «συμμετοχική δημοκρατία» ως ενίσχυση των μέσων καταπίεσης και κατοχής ενός λαού.