«Μαχητική υπεράσπιση των πραγμάτων που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την καθιερωμένη πλέον λατρεία του χρήματος και την επίσης καθιερωμένη αβελτηρία της οικονομικής αυτάρκειας», χαρακτηρίζει ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη,
Αγγελος Δεληβοριάς, το ενδιαφέρον για τη διάσωση «ταπεινών» καθημερινών χρηστικών αντικειμένων-χειροποίητων δημιουργημάτων του ανθρώπου, προλογίζοντας το πανέμορφο λεύκωμα
«Ταμπακοθήκες (κουτιά καπνού και αρραβώνα)». Το λεύκωμα παρουσιάστηκε χτες στο Μουσείο Μπενάκη, από τον
«Ολκό», με ομιλητές τον ζωγράφο-ακαδημαϊκό
Παναγιώτη Τέτση, τη λαογράφο
Γιαννούλα Καπλάνη και τον
Βασίλη Κορκολόπουλο, του οποίου τη συλλογή παλιών ταμπακιέρων παρουσιάζει το λεύκωμα. Η συλλογή του Βασίλη Κορκολόπουλου, στάθηκε αφορμή για να εκπονήσει η Γιαννούλα Καπλάνη την πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη γι' αυτά, τα αξιοθαύμαστα διακοσμημένα, αντικείμενα λαϊκής τέχνης τον 18ο και 19ο αιώνα, που κατασκεύαζαν Ελληνες τεχνίτες.
Η Γιαννούλα Καπλάνη ξεκινά τη μελέτη της από την ετυμολογία της λέξης ταμπάκος (τα ξερά φύλλα καπνού που κάπνιζαν οι ιθαγενείς Ινδιάνοι όταν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική) και την ολοκληρώνει με γλωσσάριο. Η λαογράφος επισημαίνει ότι η έρευνα αυτού του καθημερινού αλλά πολύμορφου αντικειμένου, δίνει στοιχεία για την ιστορία του καπνού και της ταμπακοθήκης στην Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο και εξετάζει τις επιδράσεις που αυτή η ευρωπαϊκή - κυρίως η γαλλική - τέχνη άσκησε στην αντίστοιχη ελληνική. Αυτά τα πολύ όμορφα σκαλισμένα ή ζωγραφισμένα αντικείμενα (από χρυσό, ασήμι, άλλα μέταλλα, ξύλο), που από το 17ο αιώνα περιλαμβάνονταν σε προικοσύμφωνα ή διαθήκες - στην Ελλάδα κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα στέλνονταν από το γαμπρό στη νύφη ως κουτί των αρραβώνων, ορίζοντας και την ημερομηνία του γάμου - φωτίζουν την καθημερινότητα, τις συνήθειες και τα συναισθήματα των ανθρώπων.