Τετάρτη 16 Φλεβάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΚΕΠΕ
Προς νέα ασφαλιστική «μεταρρύθμιση»

Το σύστημα των «τριών πυλώνων» φωτογραφίζει μελέτη του Ιδρύματος

«Η χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος» στην εικοσαετία 1981-2000 είναι ο τίτλος μελέτης που έδωσε χτες στη δημοσιότητα το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Και αυτή η μελέτη - παρά τα ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία - έρχεται απολογητικά να δικαιώσει τους αντιασφαλιστικούς νόμους της τελευταίας 15ετίας και να συνταχθεί με εκείνους που μιλούν για την «αναμόρφωση του διανεμητικού συστήματος» και την «εξέλιξή του σε σύστημα τριών πυλώνων», που όπως ισχυρίζεται «θα εγγυάται την κοινωνική προστασία, θα μειώσει τις στρεβλώσεις στις αγορές εργασίας και κεφαλαίου και θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ανισορροπιών και στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη»! Επιχειρήματα, δηλαδή, που ανασύρονται κάθε φορά όταν πρόκειται να ληφθούν νέα αντιασφαλιστικά μέτρα.

Αλλωστε, ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, καθηγητής Κ. Προδρομίδης, σημείωσε ότι «οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1990 και ο νόμος 3029/2002 δε φαίνεται να διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού συνταξιοδοτικού...». Εκείνο που δεν τίθεται ποτέ για εξέταση - και δεν το κάνει ούτε η εν λόγω μελέτη - είναι αν αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» εξασφαλίζουν τη «βιωσιμότητα» των συνταξιούχων!

Πάντως, αν και συνολικά η μελέτη κινείται με το «ρεύμα», εντούτοις επιμέρους στοιχεία της χρίζουν προσοχής. Ετσι εξετάζοντας τη δεκαετία 1990-1999, προκύπτει ότι υπάρχει σοβαρή ανακατανομή στις πηγές των εσόδων του κλάδου σύνταξης. Ενώ δηλαδή η συμμετοχή του κράτους στις συντάξεις ήταν το 1990 στο 33%, το 1999 πέφτει στο 28,6%. Αντίστοιχα μειώνεται και η συμμετοχή των εργοδοτών και από το 39,4% περιορίζεται στο 37,7%. Αντίθετα οι εισφορές των εργαζομένων από 19,6% το 1990 αυξάνονται στο 23,4% το 1999. Και αυτό όταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ των «15», η συμμετοχή των εργαζομένων είναι 22,7% και του κράτους στο 35,7%.

Ειδικότερα, η διαχρονική εξέταση της συμμετοχής των εργοδοτών στον κλάδο της κύριας σύνταξης είναι εξόχως αποκαλυπτική. Ενώ δηλαδή το 1981 η εισφορά του εργοδότη στην κύρια σύνταξη αντιστοιχούσε στο 48,34%, μετά από μια 20ετία, το 2000, έχει περιοριστεί στο 34,41%. Η απαλλαγή των εργοδοτών φτάνει στο 30% σε σχέση με αυτό που κατέβαλαν πριν 20 χρόνια. Η μείωση αυτή φορτώθηκε στο κοινωνικό σύνολο μέσω των κοινωνικών εισφορών, αλλά και των επιχορηγήσεων του κράτους, που από 11,15% το 1981 αύξησαν τη συμμετοχή τους στο 31,03%.

Ως αποδεικτικό στοιχείο για την ανάγκη μεταρρύθμισης του συστήματος και στη χώρα μας, αλλά και στην ΕΕ, φέρουν την αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις και ειδικότερα του ποσοστού τους επί του ΑΕΠ της χώρας. Στη μελέτη παρατίθεται σχετικός πίνακας που δείχνει ότι ενώ το 1986 τα ποσά που δίνονταν για τις κύριες συντάξεις αναλογούσαν στο 9,4% του ΑΕΠ, μετά από 15 χρόνια, το 2000, οι πόροι που καταβάλλονται για κύρια σύνταξη αντιστοιχούν στο 10,5% του ΑΕΠ. Εχουμε δηλαδή μια αύξηση των εξόδων κατά 12%. Ομως, την ίδια στιγμή ο αριθμός των συνταξιούχων - δικαιούχων αυτών των πόρων αυξήθηκε από 1.772.800 άτομα σε 2.448.700 άτομα. Αύξηση δικαιούχων κατά 37% περίπου. Που σημαίνει ότι το κονδύλι που αντιστοιχεί στις συντάξεις το μοιράζεται ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων. Ετσι και αυτό το στοιχείο αποδεικνύει τη χειροτέρευση της θέσης των συνταξιούχων.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ