Πέμπτη 19 Μάη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΔΙΕΘΝΗ
Ο Ελληνας βιετκόνγκ θυμάται...

Ο Κώστας Σαραντίδης, ή Nguyen Van Lap, αγωνιστής στο πλευρό του λαού του Βιετνάμ, στον αγώνα του εναντίον των επιθέσεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αφηγείται στο «Ρ»

Με τον πρώτο πρωθυπουργό του Βιετνάμ Φαμ Βαν Ντονγκ, το 1963 (ο Κ. Σαραντίδης δεύτερος από αριστερά)
Με τον πρώτο πρωθυπουργό του Βιετνάμ Φαμ Βαν Ντονγκ, το 1963 (ο Κ. Σαραντίδης δεύτερος από αριστερά)
4ο Μέρος

Ο «Ριζοσπάστης» συνεχίζει, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη νίκη του Βιετνάμ στον πόλεμο εναντίον της ιμπεριαλιστικής επίθεσης των ΗΠΑ, τη δημοσίευση της αφήγησης του Κώστα Σαραντίδη ή Nguyen Van Lap, ενός Ελληνα που πολέμησε στο πλευρό του λαού του Βιετνάμ για σχεδόν δύο δεκαετίες, από το 1946 έως το 1965.

Η κρυφή εμπλοκή των ΗΠΑ

Η επίσημη δυτική ιστοριογραφία θέλει τις ΗΠΑ να εμπλέκονται στον πόλεμο στα μέσα της δεκαετίας του '60. Ο Κ. Σαραντίδης, όμως, διηγείται μια πολύ διαφορετική ιστορία: «Οι Αμερικανοί ήταν στον πόλεμο ήδη πολύ πριν τη δεκαετία του '60, αλλά μασκαρεμένοι. Ηταν σα σύμβουλοι, σα μηχανικοί. Ηταν κυρίως στη Σαϊγκόν. Είχαμε ονομάσει τη Σαϊγκόν Πόλη Χο Τσι Μινχ από το '50. Περίπου τότε, οι Αμερικάνοι ήρθαν να βάλουν πόδι. Στο στρατόπεδο αιχμαλώτων, είχα και δύο αιχμαλώτους Αμερικάνους! Ηταν "σύμβουλοι". Στρατιωτικοί σύμβουλοι φυσικά, άτυπα. Προετοιμαζόντουσαν να εμπλακούν... Ετοίμαζαν δικούς τους, στελέχη, να ανατρέψουν τους Γάλλους, να πάρουν αυτοί την εξουσία... Οπως σκοτώσαν αργότερα τον Νγκο-ντιν-Ζιεμ (Ngo-Dinh-Diem) (σ.σ. πρόκειται για στρατιωτικό, που οι Αμερικάνοι έβαλαν επικεφαλής στο Ν. Βιετνάμ) - αυτοί τον έβαλαν, αυτοί τον σκότωσαν».

Πώς πετυχαίνει μια επανάσταση

Βιβλίο του Κ. Σαραντίδη
Βιβλίο του Κ. Σαραντίδη
Ο συνομιλητής μας σημειώνει: «Η οργάνωση του βιετναμέζικου αντάρτικου ήταν τέλεια. Το έχουμε βγάλει και ως συμπέρασμα. Τα πέντε σημεία, για το πώς πετυχαίνει μια επανάσταση. Χρειάζονται: λαμπρός ηγέτης, ένα κόμμα, που δε θα είναι βέβαια τίποτε άλλο από κομμουνιστικό, το δίκιο του αγώνα, καλή οργάνωση στη μάζα, και διεθνής υποστήριξη. Ενα από αυτά αν έλειπε... Αν δεν είχαμε το λαό μαζί μας... δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Το ψάρι έξω από το νερό δεν μπορεί να κολυμπήσει. Τα χρόνια εκείνα, το '45, το '46, το '47, είχαμε πεντακόσια με εξακόσια γραμμάρια ρυζιού για διατροφή! Φανταστείτε τη συνολική αξία παρασκευής του ρυζιού για ένα στρατό ολόκληρο: τα ξύλα, το ξίδι, το λάδι, το αλάτι, είδη που ήταν αναγκαία για την προετοιμασία της τροφής. Δεν είχαμε τίποτα, μόνο το ρύζι. Επρεπε να υπάρχει μια οργάνωση να συγκεντρώνει τα αναγκαία για την υποστήριξή μας. Σε κάθε οικισμό, σε κάθε χωριουδάκι, σε κάθε παροικία, έπρεπε να υπάρχει ένας "πυρήνας". Ενας έφτανε, αλλά αυτός ο πυρήνας έπρεπε να ήταν υποδειγματικός. Με ένα λαμπρό στέλεχος, που έπρεπε να έχει απόλυτη προφύλαξη από το λαό, την πλήρη εμπιστοσύνη του. Αυτός έπρεπε να οργανώνει. Οργανώνονταν όλοι, εκτός από τα ...μωρά! Από τα παιδάκια, τεσσάρων, πέντε χρονών, ήταν οι πιονέροι. Μετά, η νεολαία. Οι μανάδες. Οι αδερφές. Οι παππούδες. Οι γιαγιάδες. Ολοι και όλα ήταν οργανωμένα. Για κάθε κατηγορία ανθρώπων, υπήρχε οργάνωση. Και φυσικά υπήρχε και το Λαϊκό Μέτωπο, όπως ήταν εδώ το ΕΑΜ. Ηταν λαϊκή οργάνωση, μέσα εκεί μπορεί να υπήρχαν ακόμη και τσιφλικάδες. Αρκεί να ήταν πατριώτες. Τους δίναμε κι ένα βαθμό, για να αισθάνονται άνετα, για να τους προσεταιριστούμε».

«Ούτε η μάνα μου δεν έκλαψε έτσι...»


«Είχα αποκτήσει έναν "αδερφό", γιατί ήταν νόμος από το κράτος, κάθε στρατιώτης, επειδή δεν πολεμούσαμε στον τόπο μας, αυτοί που ήταν από το βορρά πήγαιναν στο νότο, αυτοί που ήταν από το νότο πολεμούσαν στο βορρά, είτε είχαν συγγενείς είτε δεν είχαν, και έπρεπε να έχουν κάποιο στήριγμα. Ηταν μια σοφή πρόταση του Χο Τσι Μινχ, να αποκτήσουν ο καθένας "μητέρα" του στρατιώτη, "αδελφή" του στρατιώτη, "αδελφό" του στρατιώτη. Και κάθε στρατιώτης είχε δικαίωμα σε τρεις τέτοιες "υιοθετήσεις", κάθε μητέρα είχε δικαίωμα να ζητήσει δύο παιδιά. Αλλά όχι από την ίδια μονάδα. Ετσι, εμένα μου παρουσιάσανε έναν τσιφλικά. "Αδερφό". Αυτός είχε τρεις γυναίκες, και καμιά δεκαριά παιδιά. Εγώ ήμουν ο "μικρός αδελφός" της οικογένειας. Πλούσιος ήταν, αλλά πατριώτης. Είχα και μια "μητέρα", κάπου αλλού. Πάμφτωχη... Αλλά όταν πήγαινα, με αγκάλιαζε κι έκλαιγε. Οταν ήρθα στην πατρίδα μου κι αγκάλιασα τη μάνα μου, έκλαψε, αλλά δεν έκλαψε όπως είχε κλάψει αυτή η γυναίκα...».

«Μόνος μου διάλεξα αυτόν το δρόμο»

«Ηταν η αγάπη τους που με παρακινούσε, ήμουν ξένος και πολεμούσα για την πατρίδα τους, αυτό μας κρατούσε μαζί. Κι εγώ όσο έβλεπα ότι αυτός ο λαός ήταν τόσο καλοκάγαθος, με τόση καλοσύνη και με τέτοια εμπιστοσύνη που μου δίνανε, δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά. Πρώτα - πρώτα, μόνος μου πήγα. Κανείς δε με πήρε με το ζόρι. Μόνος μου διάλεξα αυτό το δρόμο, κι έπρεπε να τον φέρω σε πέρας. Φυσικά, με τη διαπαιδαγώγηση του κόμματος, με τη συντροφικότητα... ήμουν και ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, μισούσα το ψέμα και το χρήμα. Απ' όλα αυτά, μπόρεσα και κράτησα ό,τι έπρεπε να κρατήσω, και αυτό δίδαξα και στα παιδιά μου. Ολα αυτά με έκαναν κι εμένα να δίνομαι αυθορμήτως».

«Εξι χρόνια ήμασταν ξυπόλυτοι, το πιστεύετε;»

«Καθόμουν σε ένα σπίτι, όταν πηγαίναμε σε κάποιο χωριό, μια διμοιρία. Καθόμασταν πέντε - δέκα μέρες. Βρισκόμασταν με το σύνδεσμο, που είχε την πρωταρχική δουλιά, να τακτοποιήσει τους φαντάρους στα σπίτια, αλλά και το γραφείο. Το γραφείο έπρεπε να τακτοποιηθεί σε κάποιο μέτριο σπίτι. Οχι πολύ πλούσιο, ούτε πολύ φτωχό. Αλλά έπρεπε να υπάρχει εμπιστοσύνη. Εκεί συζητάγαμε. Οι στρατιώτες, όμως, πηγαίναμε και βρίσκαμε σπίτια πλούσια. Σκεπτικό; Να μπορέσουμε να φάμε ένα πιάτο παραπάνω. Γιατί δεν είχαμε... έξι χρόνια ήμουν ξυπόλυτος. Το πιστεύετε; Εκοβα τη φτέρνα με το μαχαίρι, και δεν πόναγα. Οχι μόνο εγώ, όλοι μας. Αλλά εγώ ήμουν ξένος. Αυτοί έβλεπαν όσα υπέφερα εγώ. Είχα ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο κι ένα δεύτερο πουκάμισο. Πηγαίναμε να κάνουμε μπάνιο, πλέναμε τα ρούχα, τα απλώναμε στην άμμο, ώσπου να κάνουμε μπάνιο στέγνωναν και τα ξαναφοράγαμε. Χρήματα δεν είχαμε. Κι αν μας δίνανε, κάποιος περαστικός, κάποιος με καλή καρδιά, που λέμε εμείς, κανένα χαρτζιλικάκι, δεν μπορούσα να το ξοδέψω. Δεν το παίρνανε! Πήγαινα στο κουρείο να κουρευτώ, ρωτούσα, πόσο κάνει; Μου έλεγαν, φύγε. Πήγαινα να πάρω δυο μπανάνες από μια γριούλα, πόσο κάνει μαμά; Φύγε, παιδί μου. Επαιρνα τσάι, είχε τσάι πράσινο στο δρόμο, πόσο κάνει; Φύγε. Είχα ένα τάλιρο και - το πιστεύετε; Εξι μήνες δεν μπορούσα να το ξοδέψω... Λέγεται ούν-χο (un-ho), προσφορά. Οπου πηγαίναμε, μας έδιναν...».

ΑΥΡΙΟ: ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ


Ελένη ΜΑΪΛΗ - Μπάμπης ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ