Ο Κώστας Σαραντίδης, ή Nguyen Van Lap, αγωνιστής στο πλευρό του λαού του Βιετνάμ, στον αγώνα του εναντίον των επιθέσεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αφηγείται στο «Ρ»
Ο «Ριζοσπάστης» συνεχίζει, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη νίκη του Βιετνάμ στον πόλεμο εναντίον της ιμπεριαλιστικής επίθεσης των ΗΠΑ, τη δημοσίευση της αφήγησης του Κώστα Σαραντίδη ή Nguyen Van Lap, ενός Ελληνα που πολέμησε στο πλευρό του λαού του Βιετνάμ για σχεδόν δύο δεκαετίες, από το 1946 έως το 1965.
Η επίσημη δυτική ιστοριογραφία θέλει τις ΗΠΑ να εμπλέκονται στον πόλεμο στα μέσα της δεκαετίας του '60. Ο Κ. Σαραντίδης, όμως, διηγείται μια πολύ διαφορετική ιστορία: «Οι Αμερικανοί ήταν στον πόλεμο ήδη πολύ πριν τη δεκαετία του '60, αλλά μασκαρεμένοι. Ηταν σα σύμβουλοι, σα μηχανικοί. Ηταν κυρίως στη Σαϊγκόν. Είχαμε ονομάσει τη Σαϊγκόν Πόλη Χο Τσι Μινχ από το '50. Περίπου τότε, οι Αμερικάνοι ήρθαν να βάλουν πόδι. Στο στρατόπεδο αιχμαλώτων, είχα και δύο αιχμαλώτους Αμερικάνους! Ηταν "σύμβουλοι". Στρατιωτικοί σύμβουλοι φυσικά, άτυπα. Προετοιμαζόντουσαν να εμπλακούν... Ετοίμαζαν δικούς τους, στελέχη, να ανατρέψουν τους Γάλλους, να πάρουν αυτοί την εξουσία... Οπως σκοτώσαν αργότερα τον Νγκο-ντιν-Ζιεμ (Ngo-Dinh-Diem) (σ.σ. πρόκειται για στρατιωτικό, που οι Αμερικάνοι έβαλαν επικεφαλής στο Ν. Βιετνάμ) - αυτοί τον έβαλαν, αυτοί τον σκότωσαν».
«Ηταν η αγάπη τους που με παρακινούσε, ήμουν ξένος και πολεμούσα για την πατρίδα τους, αυτό μας κρατούσε μαζί. Κι εγώ όσο έβλεπα ότι αυτός ο λαός ήταν τόσο καλοκάγαθος, με τόση καλοσύνη και με τέτοια εμπιστοσύνη που μου δίνανε, δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά. Πρώτα - πρώτα, μόνος μου πήγα. Κανείς δε με πήρε με το ζόρι. Μόνος μου διάλεξα αυτό το δρόμο, κι έπρεπε να τον φέρω σε πέρας. Φυσικά, με τη διαπαιδαγώγηση του κόμματος, με τη συντροφικότητα... ήμουν και ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, μισούσα το ψέμα και το χρήμα. Απ' όλα αυτά, μπόρεσα και κράτησα ό,τι έπρεπε να κρατήσω, και αυτό δίδαξα και στα παιδιά μου. Ολα αυτά με έκαναν κι εμένα να δίνομαι αυθορμήτως».
«Καθόμουν σε ένα σπίτι, όταν πηγαίναμε σε κάποιο χωριό, μια διμοιρία. Καθόμασταν πέντε - δέκα μέρες. Βρισκόμασταν με το σύνδεσμο, που είχε την πρωταρχική δουλιά, να τακτοποιήσει τους φαντάρους στα σπίτια, αλλά και το γραφείο. Το γραφείο έπρεπε να τακτοποιηθεί σε κάποιο μέτριο σπίτι. Οχι πολύ πλούσιο, ούτε πολύ φτωχό. Αλλά έπρεπε να υπάρχει εμπιστοσύνη. Εκεί συζητάγαμε. Οι στρατιώτες, όμως, πηγαίναμε και βρίσκαμε σπίτια πλούσια. Σκεπτικό; Να μπορέσουμε να φάμε ένα πιάτο παραπάνω. Γιατί δεν είχαμε... έξι χρόνια ήμουν ξυπόλυτος. Το πιστεύετε; Εκοβα τη φτέρνα με το μαχαίρι, και δεν πόναγα. Οχι μόνο εγώ, όλοι μας. Αλλά εγώ ήμουν ξένος. Αυτοί έβλεπαν όσα υπέφερα εγώ. Είχα ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο κι ένα δεύτερο πουκάμισο. Πηγαίναμε να κάνουμε μπάνιο, πλέναμε τα ρούχα, τα απλώναμε στην άμμο, ώσπου να κάνουμε μπάνιο στέγνωναν και τα ξαναφοράγαμε. Χρήματα δεν είχαμε. Κι αν μας δίνανε, κάποιος περαστικός, κάποιος με καλή καρδιά, που λέμε εμείς, κανένα χαρτζιλικάκι, δεν μπορούσα να το ξοδέψω. Δεν το παίρνανε! Πήγαινα στο κουρείο να κουρευτώ, ρωτούσα, πόσο κάνει; Μου έλεγαν, φύγε. Πήγαινα να πάρω δυο μπανάνες από μια γριούλα, πόσο κάνει μαμά; Φύγε, παιδί μου. Επαιρνα τσάι, είχε τσάι πράσινο στο δρόμο, πόσο κάνει; Φύγε. Είχα ένα τάλιρο και - το πιστεύετε; Εξι μήνες δεν μπορούσα να το ξοδέψω... Λέγεται ούν-χο (un-ho), προσφορά. Οπου πηγαίναμε, μας έδιναν...».
ΑΥΡΙΟ: ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ