Κυριακή 18 Δεκέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Μίλα, μωρέ κατσαπλιά

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

To 'στρωσε απόψε για καλά. Πατάει και βουλιάζει η καινούργια αρβύλα. Τρίζει κάτωθέ του το χιόνι. Χαμογελάει κρύα πίσω από κάτι λευκά σύννεφα το φεγγάρι. Λευκή νύχτα, γεμάτη λευκές αντιλαμπές. Ζεστή κουκούλα, ζεστό κατακαίνουργιο πουλόβερ, ζεστή στολή, ζεστά γάντια. Ολα λάφυρα από τη Νάουσα! Ξεκούραστος, νιώθει μέσα του να φουντώνει η ζωή. Ενα κεφάλι πιο ψηλός.

Τέσσερις χειμώνες, τέσσερα Χριστούγεννα πέρασε στο βουνό. Τ' αποψινά είναι αλλιώτικα. Τώρα το αντάρτικο πατάει και τσακίζει κόκαλα. Σε δυο μέρες γονάτισε η Νάουσα μ' όλα της τα άρματα και τα οχυρά. Τρεις μέρες πορεία, δυο μέρες μάχες και πέντε επιστροφή. Ολες μεγάλες. Τριακόσιοι πενήντα τόσοι μόνο αξιωματικοί και φαντάροι αιχμάλωτοι. Εξακόσιοι στρατολογημένοι, διακόσια αυτοκίνητα, τρία τανκς, τρία πεδινά πυροβόλα μ' όλα τα σέγια και τα μέγια τους κι ολάκερες αποθήκες πολεμικό κι επιμελητειακό υλικό. Η επιχείρηση δεν έμοιαζε καθόλου με το μοναδικό καμάρι του, τη μάχη της Κυριακής. Η Κυριακή ήταν ένα χωριό κολλημένο στα σύνορα, χωμένο μέσα στα βουνά της αντάρτικης περιοχής του Εβρου. Και τη φρουρούσε ένα τάγμα μόνο, σκόρπιο κι αυτό σε τρία σημεία. Εδώ χτύπησαν τη Νάουσα, μια πόλη οπλισμένη ως τα δόντια, τρεις μέρες μακριά απ' το αντάρτικο κράτος! Και γύρισαν λεβέντικα μ' όλα τα πολεμικά τους λάφυρα, χωρίς καμιά ζημιά.

Ναι, άλλαξαν όλα! Εκεί διαφέντευε ο κλεφτοπόλεμος, που του θύμιζε μπουρίνι: ξεσπάει ξαφνικά, ξεριζώνει δέντρα, αρπάζει στέγες, κι απέ βγαίνει ο ήλιος φρεσκοπλυμένος και χουζουρλής σα να μην έγινε τίποτα. Ενώ εδώ διαφεντεύει ο ταχτικός: μια τρίμηνη να πούμε βαρυχειμωνιά με σύδετες χιονοθύελλες, παγωνιές, ανεμοστοιβές και πλημμύρες. Πόλεμο να δουν τα μάτια σου! Τύφλα να έχει ο ελληνοϊταλικός. Τον έζησε δα! Εκείνος ήταν παιχνίδι μπροστά σε τούτον. Διακόσιες χιλιάδες βλήματα ρίχτηκαν, λέει, στο Γράμμο μόνο απ' το πεδινό πυροβολικό. Χώρια το ορεινό, οι ρουκέτες, οι βόμβες από τα αεροπλάνα κι οι όλμοι. Για φαντάσου! Οσα δεν έπεσαν, μήτε στον ελληνοϊταλικό και τους δύο βαλκανικούς πολέμους μαζί. Κι ύστερα απ' όλα αυτά, την ώρα που λογάριαζαν πως έκλεισε ο κλοιός κι έχουν τους αντάρτες στη φούχτα τους για να τους πνίξουν μ' ένα απλό σφίξιμο, εκείνοι γίναν καπνός! Σπάσαν εκεί που 'θελαν (εχ, Σάκη μου λεγέντη!) και πέρασαν στο Βίτσι, έτσι σα να κατέβαιναν απ' τα χειμαδιά στον κάμπο με τα κοπάδια τους. Κατόπιν ακολούθησαν οι δέκα σημαδιακές μέρες στο Μάλι Μάδι, κείνο το αντροπάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια, ενώ έβρεχε ο ουρανός φωτιά και σίδερο. Κι έπειτα οι δέκα άλλες αντίστροφες, που κύκλωσαν οι κυκλωμένοι τους κυκλωτές. Κι αλαλιάσαν οι οχτώ χιλιάδες τις εκατόν οχτώ, ώσπου να πάρουν την ανάσα τους στην Καστοριά πίσω από τα τανκς.

Από τότε έγινε η Πρέσπα κράτος λεύτερο, αντάρτικο. Με δικούς του νόμους και σύνορα. Κι ανοιχτήκαν χαρακώματα και στηθήκαν σκοπιές: άντε δοκιμάστε να περάσετε!...

Αναγκάστηκαν κι οι αντικρινοί να στήσουν σκοπιές για να πουν μαθές πως έχουν και κείνοι σύνορα. Αστεία πράγματα! Τ' αντικρινά είναι ένας φράχτης όλο τρύπες. Τα περνάν οι κατσαπλιάδες όποτε θέλουν. Κι όχι ένας, μα ομαδικά, οργανωμένοι σε τάγματα και συντάγματα για να κυριεύουνε Νάουσες!...

Τώρα άλλος αέρας φυσά. Ανοίγει ο δρόμος για τη Νίκη. Οι παλιές του αμφιβολίες, όσες υπήρχαν, γίναν ασάλευτη βεβαιότητα. Ηρθε πια ο καιρός για τα κάστρα, για τις οχυρωμένες πολιτείες. Δε βλέπεις; Μπήκαν αντάρτες σε συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Παντού το αντάρτικο σε επίθεση. Πλαταίνει το αντάρτικο κράτος τα σύνορά του. Πάει η Κούλα. Αδειασε το Πλατύ. Παράτησε μόνος του ο εχθρός μερικές ράχες του Βίτσι. Ναι, τούτα τα Χριστούγεννα είναι τόσο αλλιώτικα, τόσο αλλιώτικα!...

Πάνω απ' τ' αντικρινά χαρακώματα τινάχτηκε τ' αψήλου μια φωτεινή γραμμή, έγειρε στα μεσούρανα κι έσβησε, αφήνοντας στην άκρη της τρία μεγάλα καντήλια, που άρχισαν να κατεβαίνουν αργά, σκορπώντας πράσινες ανταύγειες στο κάτασπρο τοπίο. Σε λίγο άρχισαν ν' ανάβουν καταποδιαστά στον ορίζοντα πολύχρωμα, πολύφωτα, στο μάκρος όλων των συνόρων.

Μεγαλόπρεπη χριστουγεννιάτικη φωταψία πάνω από τα παγωμένα αμπριά των φαντάρων. Μήνυμα χαράς!... Μα όχι! Εδώ πάνω πιλατεύει τα πάντα ο φόβος. Κι αυτά είναι τα μάτια του: κρύα, γεμάτα υποψίες κι ερωτηματικά. Γιατί δυνάμωσε η αντάρτικη πίεση. Πληθύναν τελευταία τ' αντάρτικα χωνιά για τη Συμφιλίωση και μαζί τους οι απαγωγές φυλακίων κι οι εξαφανίσεις σκοπών. Κι απόψε Χριστούγεννα! Φοβούνται γενική «επίθεση» με τα Κάλαντα. Και δεν τα θέλουν. Είναι βόμβες ωρολογιακές στο ηθικό των φαντάρων που νοσταλγούν τα σπίτια τους.

Η ομάδα όμως του Δημήτρη δεν έχει τηλεβόες. Πηγαίνει για κρούση στη Μεγάλη Βίγλα. Σύντομος ο δρόμος, μα δύσκολος. Εκεί που βρίσκονται τώρα, το χιόνι φτάνει πάνω από τη μέση...

Ζύγωσαν...

Πάλι μια φωτοβολίδα έσκισε τα σκοτάδια και κρεμάστηκε στον ουρανό. «Αστρο Λαμπρό μας οδηγεί», σκέφτηκε με χαρά ο Δημήτρης, καθώς κοιτούσε πριν σβήσει, το χώρο γύρω του για να επισημάνει το δρόμο για τα συρματοπλέγματα. Η ομάδα ζάρωσε δίπλα σ' ένα φουντωτό κέδρο. Εφεξε ο τόπος από μια γαλαζοπράσινη στραφτοβολιά. Γέμισε νοσταλγία και λύπη η ψυχή του Δημήτρη, θυμήθηκε το ρημαγμένο σπιτικό του. Χριστούγεννα απόψε! Στη φτωχοκαλύβα του, αν δεν την έχουνε γκρεμίσει, θα χοροπηδάν τώρα ποντίκια και φαντάσματα. Η γυναίκα του με τα τρία μικρά ανέβηκε κυνηγημένη στο βουνό κι έμειναν όλα τα έχει του στα χέρια των εχθρών του.

Τέσσερα Χριστούγεννα τώρα γυρνάει από βουνό σε βουνό με την ψυχή στο στόμα. Εχ, χρόνια! Ολάκερη ζωή πέρασε από τότε. Ξέθωρες οι αναμνήσεις από τις μικροχαρές της ζωής. Σαν απόψε μαζεύονταν τα πιτσιρίκια παρέες - παρέες και γυρνούσαν στα σπίτια με τα χρωματιστά φαναράκια και τα τρίγωνα να πουν τα κάλαντα: «Να τα πούμε»; Κι όταν τους έλεγε: «Να τα πείτε» άστραφταν τα ματάκια τους. Σκούπιζαν τη μυξούλα κι άρχιζαν με τις παράταιρες φωνές τους: «Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας!...» Το Κατινάκι έβγαινε κι αυτό έξω από την πόρτα κι έλεγε: «Να τα πούμε»; Κι έπειτα, χωρίς να περιμένει απάντηση, άρχιζε με τη φωνούλα του ψευδά: «Καλήν εσπέλαν άλχοντες κι αν είναι ολισμός σας...» για να πάρει το δώρο της: ένα κουλουράκι ή καραμέλες φθηνές από το μπακάλικο του μπάρμπα Κωσταντή.

Στο τέλος, αποκοιμόταν στην αγκαλιά του, καθώς κρατούσε τα δώρα κι άκουγε το παραμύθι της Βηθλεέμ.

Ομως, η αφήγηση ήταν δρόμος μετ' εμποδίων. Σκόνταφτε κάθε τόσο στις απορίες της Κατινίτσας. «Τι είναι "φάνη των αλόγων", μπαμπά;» «Αχούρι για τα άλογα, παιδάκι μου, σαν το δικό μας». «Και κει μέσα γεννήθηκε ο Χλιστούλης;» «Ναι!» «Σαν το μοσχαλάκι μας;» «Ναι, Κατερίνα». «Και δεν κλύωνε;» «Οχι, παιδάκι μου. Τον ζέσταιναν με τα χνότα τους τα αρνάκια κι οι γελάδες που ήταν στο στάβλο. Μα και τ' άστρο κείνη τη νύχτα κατέβηκε χαμηλά - χαμηλά κι έγινε ήλιος ζεστός - ζεστός!»

«Κι εγώ πού γεννήθηκα, μπαμπά;» «Και συ, παιδάκι μου, σαν τον Χριστούλη». «Στο αχούλι;» «Ναι, στο αχούρι», είπε κι αναστέναξε. Μα το παιδί είχε κι άλλα να ρωτήσει: «Ηλτε και σ' εμένα το άστλο λαμπλό;» «Οχι, παιδάκι μου» «Γιατί;» «Γιατί το 'βαλαν οι μάγοι στην τσέπη τους».

Και πήγαιναν κομπολόι τα γιατί ώσπου ν' αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Ναι, άδικα περιμένουν οι άνθρωποι από τότε το «Αστρο Λαμπρό» να φέρει κάποια καλή μέρα και στη φτώχεια. Κείνη τη φορά έλπιζε πολύ ο Δημήτρης να τη δει, μα δεν έγινε. Οσοι έλπισαν, πάλεψαν και περίμεναν, κυνηγήθηκαν από τους καινούργιους Πραιτοριανούς της νέας Ρώμης.

Απόψε ήρθε να υπερασπίσει κείνη την ελπίδα. Να, έχουν ζυγώσει κιόλας στα συρματοπλέγματα. Να, αυτή η σκιά που φάνηκε πέρα και χτυπάει τα πόδια, είναι απ' αυτούς! Στη Νάουσα πήρε μιαν ιδέα πόσο μίσος και χολή κρύβουν ετούτοι οι κορωνοφόροι μέσα τους. Αυτός τους φώναζε: «αδέρφια» και κείνοι λυσσομανούσαν: «Βούλγαρε!»

Ξαφνικά φούντωσε η οργή μέσα του.

Σύρθηκε μερικά μέτρα δεξιότερα για να βλέπει καλύτερα. Από πέρα ακούστηκε ο τηλεβόας. Κάτι ξέφτια από κουβέντες έφτασαν στ' αφτιά του: «Αδέρφια, φαντάροι... Χριστούγεννα απόψε... Ειρήνη...». Στο μεταξύ η σκιά του σκοπού σταμάτησε. Η φωτοβολίδα, που άναψε πέρα, πρόβαλε ανάγλυφη στο φόντο του χιονιού τη σιλουέτα του. Είχε το ένα χέρι στ' αφτί καθώς προσπαθούσε ν' ακούσει το χωνί και κάτι μουρμούριζε. Το χωνί συνέχιζε: «Αδέρφια, απόψε που εμείς... πεθαίνουμε μακριά από τα σπίτια μας... αυτοί»... Ο Δημήτρης πια δεν άκουγε. Ολη η προσοχή του είχε συγκεντρωθεί στο στόχο. Σήκωσε το όπλο. Να, τώρα τον βλέπει καλά. Σημαδεύει... Χρειάζεται λίγο χαμηλότερα από το κεφάλι. Και κει που έκοψε την αναπνοή και προσπαθούσε να στεριώσει το όπλο, ακούστηκε καθαρά ο σκοπός:

- Μίλα, μωρέ κατσαπλιά... Καθαρά λιγάκι, μωρέ κατσα-πλια!...

Κι ήταν η φωνή του σαν παράπονο και διαμαρτυρία. Εκείνο το μουρμουρητό κύλησε ασυναίσθητα μέσα του κι έγινε κάποιος δισταγμός στο δάχτυλο. Η σκανδάλη δεν υποχώρησε. Η κάννη ταλαντεύτηκε αναποφάσιστη. Κι έπειτα χαμήλωσε συλλογισμένη.

Ο Δημήτρης κατάλαβε στο τέλος καθαρά, πως δεν μπορούσε να πυροβολήσει εκείνη τη φωνή, που είχε κάτι από τη δόνηση τη δική του. Εκατσε. Σύρθηκε κοντά στους άλλους, ενώ η φωνή του φαντάρου αντηχούσε όλη ικεσία. «Ελα, μωρέ, κατσαπλιά! Δεν έφαγες απόψε; Μίλα πιο δυνατά!...».


Του
Νίκου ΚΥΤΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ