Τετάρτη 28 Μάη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ενα "συνηθισμένο" όχι...

Κάθε χειμώνα έριχνε ξύλα στη σόμπα και τα γερόντια του χωριού μαζεύονταν γύρω της, έλεγαν για τα παλιά, ξεχνιούνταν με την πρέφα. Κάθε χειμώνα ο γιατρός ήταν το απάγκιο. Επαιρνε την πίεση, έλεγε έναν παρήγορο λόγο, έγραφε τα φάρμακα. Τα γερόντια, τα πουλιά που δεν μπόρεσαν να μεταναστεύσουν, είχαν το καφενείο με τον πλάτανο και το αγροτικό ιατρείο, σαν τα μοναδικά τους λιμάνια. Λιμάνια - φόντο ανεκπλήρωτων ονείρων.

Πριν λίγες μέρες, ο καφετζής είχε πολλή δουλιά. Δεν ήταν μόνο η "σεζόν" που είχε ανοίξει κι έφταναν στο χωριό γιοι, κόρες και τουρίστες. Εξω από το καφενείο του είχε μαζευτεί σχεδόν όλο το χωριό. Οι άντρες είχαν μαζευτεί γύρω απ' τα μεγάφωνα, οι γυναίκες στα κεφαλόσκαλα, στα παραθύρια, στις αυλές γύρω από την πλατεία και η "μαρίδα", η λίγη πιτσιρικαρία που έδινε νόημα στο γερο - διδάσκαλο, αλάλιαζε την ανοιξιάτικη τούτη μέρα.

Ο πρόεδρος του χωριού, ο δάσκαλος και ο παπάς, σε τιμητική θέση. Κάποιοι άλλοι με "κινητά" τηλέφωνα και ακριβό καπνό παραδίπλα. "Λαϊκή συνέλευση", είπε ο πρόεδρος. Θέμα, οι αναγκαστικές συνενώσεις. Ανέβηκε ο πρόεδρος στο βήμα και είπε με λίγα λόγια κι απλά, γιατί έτσι καταλάβαιναν οι δικοί του άνθρωποι, πως τούτο το πράμα δε θα 'ναι καλό για το χωριό τους. Ειδικά αυτό το "αναγκαστικό" είναι μεγάλη κουβέντα να το πεις. Ειδικά σε Ελληνες. Ανέβηκε μετά ο ένας "εκσυγχρονιστής". Αυτός που πρώτα έλεγε ναι, αλλά τώρα πρέπει να πει όχι, γιατί αλλιώς, πώς θα ξαναπιεί καφέ στο καφενείο; Ανέβηκε ο άλλος "εκσυγχρονιστής". Αυτός που έλεγε και λέει ναι, αλλά με άλλα λόγια, γιατί αλλιώς τι νόημα θα είχε να υπάρχει το κόμμα του; Ανέβηκε κι ο δήμαρχος μιας πόλης από μακριά που έλεγε πως αυτός "ξέρει" και ότι οι άλλοι αντιδρούν από συνήθεια.

"Μα το χωριό ερήμωσε, όχι γιατί είμαστε χώρια, αλλά γιατί μας τσάκισαν. Γιατί τα παιδιά μας δεν είχαν δουλιά και φύγανε. Γιατί μας κλέβαν τις τιμές στο λάδι. Γιατί δεν έχουμε έναν δρόμο ανθρώπινο να επικοινωνήσουμε". Ο γέροντας που τα σκέφτηκε αυτά δεν τα 'πε. Αλλά είπε έναν καλό λόγο σ' έναν άλλον που σηκώθηκε και τα φώναξε. Εναν από αυτούς που λέει όχι "από συνήθεια".

Κι ο καφετζής, η εστία του χωριού και ο γιατρός, το αποκούμπι και ο δάσκαλος και ο παπάς και οι άντρες και οι γυναίκες και η "μαρίδα" που φώναξαν όχι, ήξεραν πως ήταν ένα άλλο "όχι" αυτό. Ενα όχι από "συνήθεια" σε ό,τι συνηθίζει να τους λέει ψέματα.

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ