Σάββατο 13 Απρίλη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πώς οι τράπεζες παρουσιάζουν "φουσκωμένα" κέρδη

Ο βίος και η πολιτεία των ελληνικών και ξένων τραπεζών στη χώρα μας έχει απασχολήσει ποικιλοτρόπως την κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης. Εκμεταλλευόμενες οι τράπεζες το καθεστώς "απελευθέρωσης" του τραπεζικού συστήματος από τους διοικητικούς περιορισμούς, επιδόθηκαν σε απροκάλυπτη κερδοσκοπία μέσω των υψηλών επιτοκίων χορηγήσεων και του χαμηλού επιπέδου των επιτοκίων καταθέσεων, ενώ με τη νέα πολιτική χορήγησης δανείων ύψωσαν τείχη στους μικρούς επιχειρηματίες, τους βιοτέχνες και τους εργαζόμενους.

Τώρα, τελευταία, οι τράπεζες επανήλθαν στην επικαιρότητα, καθώς πυκνώνουν οι καταγγελίες ότι οι ισολογισμοί που συντάσσουν είναι πλασματικοί, ενώ πλασματικά και "φουσκωμένα" είναι και τα παρουσιαζόμενα κέρδη.

Πριν περάσουμε στο λογιστικό τρόπο, με τον οποίο οι τράπεζες "φουσκώνουν" τα κέρδη τους, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στο ερώτημα για ποιο λόγο οι διοικήσεις τους ακολουθούν την τακτική αυτή. Γιατί από πρώτη ματιά μια τέτοια τακτική καταλήγει σε παραλογισμό, μια και τα κέρδη των τραπεζών - όπως και των υπόλοιπων ανωνύμων εταιριών - φορολογούνται με συντελεστή 35%. Και άρα, όσο μεγαλύτερα είναι, τόσο μεγαλύτερο φόρο θα πρέπει να αποδώσουν στο ελληνικό δημόσιο. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνδέεται με το άγχος των διοικήσεων των κρατικών κυρίως τραπεζών να αποδείξουν στους πελάτες τους - ειδικά τους μεγάλους επιχειρηματίες και εισοδηματίες - αλλά και πολιτικούς τους προϊστάμενους, κατά δεύτερο λόγο, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία προϊστανται είναι από οικονομική άποψη υγιή. Και μια καπιταλιστική επιχείρηση είναι υγιής όταν παράγει όλο και μεγαλύτερη υπεραξία, εντείνει το βαθμό εκμετάλλευσης και κατά συνέπεια αυξάνει τα κέρδη της. Και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ορισμένες από τις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες παρουσιάζουν στα χαρτοφυλάκιά τους σοβαρά προβλήματα, καθώς οι επισφαλείς απαιτήσεις από τη χορήγηση δανείων σε "αφερέγγυους" πελάτες μετρούνται σε εκατοντάδες δισ. δραχμές. Αλλά ας είναι κι έτσι. Αλλωστε, στον καπιταλισμό σημασία δεν έχει ποιος πραγματικά είσαι, αλλά ποιος νομίζουν οι άλλοι πως είσαι. Από την άποψη αυτή, αν καταγραφεί ότι η α ή η β τράπεζα παρουσίασε το 1995 κέρδη αυξημένα κατά 20%, το γεγονός αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο στο Χρηματιστήριο (όπου διαπραγματεύεται η μετοχή της), αλλά και ευρύτερα στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Για το δεύτερο θέμα, αυτό της φορολογίας των κερδών, οι εμπορικές τράπεζες δεν ανησυχούν ιδιαίτερα. Το φορολογικό καθεστώς στη χώρα μας τους επιτρέπει να απαλλάσσουν από τη φορολογία εισοδήματα εκατοντάδων δισ. δραχμών. Οι ενδοτραπεζικές συναλλαγές από τράπεζα σε τράπεζα δε φορολογούνται, οι τοποθετήσεις των ρευστών διαθεσίμων στην Τράπεζα της Ελλάδας όχι μόνο δε φορολογούνται, αλλά οι εμπορικές τράπεζες εισπράττουν από την ΤτΕ επιτόκιο μεγαλύτερο από το επιτόκιο των κρατικών εντόκων γραμματίων. Επομένως, αν οι εμπορικές τράπεζες παρουσιάσουν πλασματικά κέρδη 5 ή 10 δισ. δραχμές, δε συντρέχει και ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας. Ο φύλακας άγγελος (των τραπεζών) αγρυπνεί.

Τα "φουσκωμένα" τοκομερίδια

Ο τρόπος, με τον οποίο οι τράπεζες παρουσιάζουν αυξημένα κέρδη - ή τουλάχιστον ένας από τους τρόπους - είναι αυτός της λογιστικής αποτίμησης των τοκομεριδίων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Τα τοκομερίδια είναι το τμήμα εκείνο του κρατικού χρεογράφου (ομολόγου), στα οποίααναγράφεται το ύψος του επιτοκίου, καθώς και το ύψος του τόκου που θα εισπράξει ο κάτοχος του ομολόγου στην ημερομηνία της λήξης. Οι τράπεζες, όμως, δεν περιμένουν να λήξει η ημερομηνία για να εισπράξουν τον τόκο, αλλά αποκόπτουν το τοκομερίδιο από το υπόλοιπο σώμα και το προεξοφλούν σε πελάτες τους. Με τον τρόπο αυτό έχει δημιουργηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός φοροδιαφυγής, ειδικά από τις εταιρίες Αμοιβαίων Κεφαλαίων, οι οποίες, καταστρατηγώντας το φορολογικό καθεστώς περί συναλλαγών, δεν αποδίδουν τους προβλεπόμενους φόρους στο ελληνικό δημόσιο.

Τον τρόπο, με τον οποίο οι τράπεζες αυξάνουν λογιστικά τα κέρδη τους, μας τον αποκαλύπτει το ακόλουθο παράδειγμα της εγκυκλίου που εξέδωσε το Εθνικό Συμβούλιο Λογιστικής (ΕΣΥΛ), υπηρεσία η οποία υπάγεται στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.

Το παράδειγμα είναι το ακόλουθο: Ομόλογο ύψους 1.000.000 δραχμών με επιτόκιο 20% εκδόθηκε την 1.4.95 και αγοράστηκε από μια τράπεζα. Την 1.7.95 η τράπεζα πούλησε το τοκομερίδιο περιόδου 1.4.95 - 31.3.96 και εισέπραξε δρχ. 155.325. Την 31/12/95 η τράπεζα συνεχίζει να κατέχει το σώμα του ομόλογου. Ερώτημα: Το ποσό των 155.325 θα θεωρηθεί ως έσοδο από τόκους χρήσεως 1995 ή θα κατανεμηθεί ως ακολούθως: 1.4.95 - 31.12.95 δραχμές 120.217 (τόκοι αναλογούντες στη χρήση 1995), ενώ την περίοδο 1.1.96 - 31.3.96 θα λογιστεί ως έσοδο τόκων το υπόλοιπο ποσό δρχ. 35.108 (τόκοι αναλογούντες στη χρήση 1996). Σύμφωνα με την ΕΣΥΛ, ο σωστός τρόπος καταλογισμού των τόκων είναι ο δεύτερος, που προβλέπει τη διάσπασή τους σε δύο χρήσεις. Οι "πονηρές" όμως τράπεζες παρουσιάζουν σαν έσοδο από τόκους ολόκληρο το ποσό των 155.325 δραχμών στον ισολογισμό μιας χρήσης (το χρόνο, δηλαδή, που εισπράττουν τα χρήματα), αλλά το ίδιο ποσό το παρουσιάζουν στον ισολογισμό του επόμενου έτους, το οποίο συμπίπτει χρονικά με τη λήξη του ομολόγου.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ