Κυριακή 30 Ιούνη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η λιτότητα απογειώνει τα υπερκέρδη

Πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δραχμές ήταν τα επίσημα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων την τριετία 1992 - 94. Το 9% των μεγάλων επιχειρήσεων αποσπά το 75% των κερδών. Εντυπωσιακά τα αποτελέσματα της βίαιης ανακατανομής εισοδημάτων σε βάρος των μισθωτών και άλλων εργαζομένων

Οι 450 περίπου μεγαλύτερες κερδοφόρες επιχειρήσεις της χώρας που απασχολούν πάνω από 100 εργαζόμενους η καθεμία, απέσπασαν στην τριετία 1992 - 94 επίσημα καθαρά κέρδη που φτάνουν τα 812 δισεκατομμύρια δραχμές. Δηλαδή, το 9% του συνόλου των επιχειρήσεων, εκμεταλλευόμενες την ασκούμενη οικονομική πολιτική και τη συστηματική στήριξή τους από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, εξασφάλισαν περίπου το 75% των "επιχειρηματικών κερδών", που συνολικά εμφανίστηκαν επίσημα αυτή την περίοδο.

Το ίδιο διάστημα, οι υπόλοιπες 3.196 κερδοφόρες επιχειρήσεις ή το 91% του συνόλου, που απασχολούν από 1 έως και 99 εργαζόμενους, παρουσίασαν συνολικά κέρδη 272,7 δισ. δραχμές ή το 25% του συνόλου αυτών.

Οι εμφανιζόμενες ως ζημιογόνες επιχειρήσεις κατά την ίδια περίοδο αποτελούσαν το 20% των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ το ποσοστό των μικρότερων επιχειρήσεων που παρουσίασαν ζημιές ανέρχεται στο 24%.

Τα αποκαλυπτικά αυτά στοιχεία προκύπτουν από επεξεργασία σχετικών πινάκων της μελέτης του Κέντρου και Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με θέμα τη βιομηχανική πολιτική και την απασχόληση.

Από την ανάλυσή τους προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα. Πρώτο, ο μεγάλος κερδισμένος στο χώρο της βιομηχανίας από την εφαρμογή της πολιτικής λιτότητας, είναι ένας μικρός σχετικά αριθμός επιχειρήσεων - μικρότερος από το 10% - οι οποίες είδαν τα κέρδη τους να απογειώνονται. Σε καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές κατά μέσο όρο την τριετία 1992 - 1994 αντιστοιχούν κέρδη1,8 δισ. δραχμών, ενώ για τις μικρότερες επιχειρήσεις το μέσο κέρδος της τριετίας ανέρχεται μόλις στα 85 εκατ. δραχμές. Η σχέση κερδών μεταξύ μεγάλων και μικρότερων επιχειρήσεων είναι 1/21.

Αποκαλύπτεται έτσι ο χαρακτήρας και η βασική κατεύθυνση και ο στόχος της οικονομικής πολιτικής λιτότητας των τελευταίων 10 χρόνων. Μια πολιτική η εφαρμογή της οποίας επιτάχυνε τις διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και - ακόμα περισσότερο - των κερδών. Η μικρή μειοψηφία των 450 μεγάλων μονοπωλιακών, βασικά, επιχειρήσεων, εδραίωσαν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό την κυριαρχία τους στην παραγωγή και την αγορά, ενώ αντίθετα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις χάνουν συνεχώς έδαφος. Είναι εμφανές ότι η διαδικασία αυτή, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο δημιουργεί εντάσεις και προϋποθέσεις για προσπάθειες ξαναμοιράσματος της πίτας, αλλά το κύριο είναι ότι οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και το σύνολο των εργαζομένων. Οξύνεται, με δυο λόγια, η κρίση που βιώνουν όλο και πλατύτερα στρώματα του λαού, αφού αυτά είναι που καλούνται σε θυσίες για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης.

Η μικρή αυτή ολιγαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων, είναι αυτή που ουσιαστικά κατευθύνει την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων του δικομματισμού, όπως αυτή μετουσιώνεται μέσα στα προγράμματα λιτότητας και καθορίζει το πλαίσιο των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Το δεύτερο συμπέρασμα, φυσιολογική απόρροια του πρώτου, είναι ότι η ανεργία τα επόμενα χρόνια - παρά τις επίσημες κυβερνητικές διακηρύξεις - αναμένεται να παρουσιάσει και νέα έξαρση και να ξεπεράσει τα όρια του 10% που βρίσκεται σήμερα. Οι νέες στρατιές των ανέργων αναμένεται να προέλθουν τα επόμενα χρόνια από τις ζημιογόνες επιχειρήσεις και από τους χώρους των μικρομεσαίων στρωμάτων και της αγροτιάς. Στους χώρους, δηλαδή, όπου η κρίση συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς, σαν αποτέλεσμα της "απελευθέρωσης" του προστατευτικού πλαισίου που είχε δημιουργηθεί τη μεταπολεμική περίοδο και της έντασης του διεθνούς ανταγωνισμού.

Λιτότητα και επιχειρήσεις

Αν σε επίπεδα Ευρωπαϊκής Ενωσης γίνεται λόγος για 500 όλες κι όλες μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες μέσω των μηχανισμών των Βρυξελλών, καθοδηγούν τα προγράμματα λιτότητας, τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη χώρα μας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΠΕ, το 1992 447 μεγάλες επιχειρήσεις - το 9,2% του συνόλου των κερδοφόρων επιχειρήσεων - που απασχολούν περισσότερους από 100 εργαζόμενους η καθεμία (πρόκειται ασφαλώς για μονοπωλιακές επιχειρήσεις) - παρουσίασαν καθαρά κέρδη 250,5 δισ. δραχμές ή το 76% των συνολικών κερδών. Το 1993 452 επιχειρήσεις παρουσίασαν καθαρά κέρδη 251,6 δισ. δραχμές ή το 72,8% των συνολικών κερδών, ενώ το 1994 τα καθαρά κέρδη 455 επιχειρήσεων απογειώθηκαν μιας και έφτασαν τα 311,9 δισ. δραχμές. Την τριετία δηλαδή η μάζα των καθαρών κερδών των μονοπωλιακών αυτών επιχειρήσεων ανήλθε σε 812 δισ. δραχμές.

Το ίδιο εντυπωσιακά στοιχεία προκύπτουν και για την πορεία των πωλήσεων, καθώς και για την εξέλιξη της σχέσης των ίδιων κεφαλαίων προς το σύνολο του Ενεργητικού. Οι πωλήσεις από 2,8 τρισ. δραχμές το 1992, ανήλθαν τα 3,2 τρισ. το 1993 και τα 3,85 τρισ. δραχμές το 1994. Αυξήθηκαν δηλαδή την τριετία κατά 37,5%. Τα ίδια κεφάλαια τους αυξήθηκαν κατά 50%, από 1,05 τρισ. δραχμές το 1992 σε 1,5 τρισ. δραχμές το 1994.

Η εκρηκτική αυτή κερδοφορία θα πρέπει να αποδοθεί σε ένα σύνολο παραγόντων, που επηρέασαν άμεσα ή έμμεσα τα αποτελέσματά τους.

Η θετική αύξηση των αποτελεσμάτων τους θα πρέπει να αποδοθεί πρώτα και κύρια στην ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στις ίδιες αυτές επιχειρήσεις. Αν και δεν υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία για τον αριθμό των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις για τη διετία 1993 - 1994, η εξέλιξη της απασχόλησης την περίοδο 1988 - 1992 επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή.

Ειδικότερα οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 100 άτομα, μειώθηκαν από 180.132 το 1988 σε 144.594 το 1992. Στα τέσσερα δηλαδή χρόνια στις μεγάλες αυτές επιχειρήσεις, χάθηκαν 35.538 θέσεις εργασίας, ενώ τα κέρδη των επιχειρήσεων αυτών την ίδια περίοδο αυξήθηκαν. Η τάση μείωσης των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις, που παρατηρήθηκε την περίοδο 1988 - 1992 συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, κάτι άλλωστε που ομολογεί και ο ίδιος ο σύνδεσμος των βιομηχάνων, ο ΣΕΒ (στοιχεία δεν υπάρχουν μιας και η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία που τα εκδίδει βιώνει και αυτή το πνεύμα λιτότητας).

Παρατηρείται, δηλαδή, το φαινόμενο, οι επιχειρήσεις να μειώνουν το προσωπικό τους και να αυξάνουν τα κέρδη τους, ή να εξασφαλίζουν ακόμα μεγαλύτερα υπερκέρδη μέσα από τη συνεχή μείωση του αριθμού των απασχολουμένων σ' αυτές. Η εξέλιξη, όπως είναι φανερό, οδηγεί στην αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Οι τελευταίοι, αν και λιγότεροι, δημιουργούν τώρα περισσότερη υπεραξία, γεγονός που θα πρέπει να αποδοθεί στη μείωση των μισθών τα τελευταία χρόνια, αλλά και στην άνοδο της παραγωγικότητας, η οποία στις μεγάλες επιχειρήσεις αυξάνει με ταχύτερο ρυθμό από το ρυθμό που αυξάνεται στο σύνολο της οικονομίας.

Η εντυπωσιακή αύξηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων οφείλεται στην προκλητική πολιτική στήριξής τους από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Πραγματικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η κυβέρνηση της ΝΔ, στα πλαίσια των νεοφιλελεύθερων επιλογών της, προχώρησε σε μείωση του συντελεστή φορολόγησης των Ανωνύμων Εταιριών από 50 σε 35%. Μερικά χρόνια πριν, στα μέσα της δεκαετίας του '80, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να εκπίπτουν σημαντικό ποσοστό των κερδών τους, τα οποία παρουσιάζονται στους ισολογισμούς τους ως αποθεματικά με προοπτική την επένδυσή τους. Επενδύσεις, βεβαίως, δεν έγιναν, το καθεστώς των αφορολόγητων κερδών παρέμεινε και καταχωρήθηκε σαν επιχειρηματικό προνόμιο. Σημαντικό επίσης τμήμα των επενδύσεων των μεγάλων επιχειρήσεων χρηματοδοτείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις τζιράρουν πολλά δισ. στους προσοδοφόρους κρατικούς τίτλους και στα κερδοσκοπικά παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Τα μεγάλα κέρδη που παρουσιάζουν αποτελούν έκφραση της άμεσης εκμετάλλευσης των εργαζομένων που απασχολούν και της υπεραξίας που αποσπούν από την αναδιανομή του εισοδήματος, η οποία συντελείται μέσω των μηχανισμών και των νόμων που υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου θεσπίζει το αστικό κράτος.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ