Η κυβέρνηση και ο φιλικός της Τύπος, τόσο πριν τις εκλογές όσο και μετά, παραπληροφορούσαν συνειδητά την κοινή γνώμη, ότι το ΠΑΣΟΚ υπόσχεται για το 1997 "γενναίες" αυξήσεις στους εργαζόμενους του δημοσίου
Η παραπληροφόρηση και η συσκότιση του σκηνικού που σκιαγραφεί τις επιπτώσεις των "σκληρών μέτρων" για τους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της χώρας, αποτελούσε συστατικό στοιχείο της τακτικής που ακολουθούσε η κυβέρνηση όταν επιχειρούσε να συγκεκριμενοποιήσει τα επιμέρους στοιχεία της αντιλαϊκής της πολιτικής. Η τακτική αυτή είχε προδιαγραφεί ακόμα πριν από τις εκλογές, με την απλόχερη συνδρομή μεγαλοεκδοτών, όταν σε μια απροκάλυπτη προσπάθεια παραπλάνησης της κοινής γνώμης, με μοναδικό στόχο την υφαρπαγή ψήφων, διέδιδαν πολλά και διάφορα περί δήθεν γενναιόδωρης εισοδηματικής πολιτικής για το 1997 και τις επόμενες χρονιές.
Αδιάψευστο μάρτυρα των παραπάνω, αποτελούν τα ίδια τα πρωτοσέλιδα μερίδας του αστικού Τύπου, τόσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, όσο και μετά. Για του λόγου το αληθές:
Ολα τα παραπάνω συνιστούσαν σκόπιμα απροκάλυπτο εμπαιγμό σε βάρος της κοινής γνώμης και αυτό το γνώριζαν καλά κυβέρνηση, μεγαλοεκδότες και "δημοσιογράφοι".
Ο "Ρ" είχε επισημάνει από πολύ νωρίς ακόμη τις άγριες προθέσεις της κυβέρνησης - όποια κι αν τελικά ήταν αυτή - για τα λαϊκά εισοδήματα, την επαύριο των εκλογών. Ηδη από τις 17 Ιούλη, ο "Ρ" έλεγε στην πρώτη του σελίδα ότι "Κοροϊδεύουν εργαζόμενους και συνταξιούχους" με αφορμή θρασύτατες δηλώσεις του Γ. Παπαντωνίου, ο οποίος υποστήριζε ότι "κάθε χρόνο οι αμοιβές των εργαζόμενων αυξάνονται λίγο περισσότερο από το στόχο του πληθωρισμού"!!! Ενα μήνα περίπου μετά τις εκλογές και αφού η κυβέρνηση Σημίτη, έκανε μέρα με τη μέρα όλο και πιο σαφή τα αντιλαϊκά της σχέδια, ο "Ρ" αποσαφήνιζε στην πρώτη του σελίδα ότι η κυβέρνηση μελετά "μηδενικές αυξήσεις" στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων με το προωθούμενο νέο μισθολόγιο.
Οσο για το αν ο "Ρ" επιβεβαιώθηκε - με το παραπάνω αυτή τη φορά - αρκεί να ρίξετε μια ματιά στα υπόλοιπα κείμενα και πίνακες του σημερινού αφιερώματος.
Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ