Κυριακή 12 Ιούλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μαρτυρίες και μαρτύρια

Για όσους έτυχε να διαβάσουν γύρω από την ιστορία του Εμφυλίου πολέμου στα νησιά - καθώς και το βιβλίο του συντρόφου μας "Ικαρία - Ο Κόκκινος Βράχος" - είναι γνωστό ότι στην Ικαρία μια μικρή ομάδα ανταρτών, στην οποία συμμετείχε ο Αντ. Καλαμπόγιας, έμεινε ένοπλη στα βουνά ως τα 1955. "Μας έσωσε - έγραφε σ' ένα κείμενό του ο αείμνηστος κομμουνιστής - το ότι δημιουργήσαμε κομματικές οργανώσεις σε όλα σχεδόν τα χωριά και οργανώσαμε τη ζωή μας με αυτομόρφωση και μαθήματα". Στο προαναφερόμενο, μάλιστα, βιβλίο του δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή των καταδιωκόμενων ανταρτών περιγράφοντας συγκεκριμένα περιστατικά. Γράφει στο κεφάλαιο με τίτλο "Στους κρυψώνες":

"Οι περισσότεροι από τους αγωνιστές που έμειναν στο βουνό είχαν επαφή ανάμεσά τους, φυσικά στις αρχές, πριν ακόμα μπούμε στην περίοδο της καταστροφής. Δεν ξέρανε όμως τι γινόταν γενικά σ' όλο το νησί.

Διαδόσεις υπήρχαν πάρα πολλές. Αντιφατικές, όμως, κι αλληλοσυγκρουόμενες. Ενας σύντροφος, ο Βασίλης, από την παρέα του αξέχαστου ναυτεργάτη βρισκόταν κάπου. Ζούσε μόνος του; Είχε συντρόφους; Κανένας δεν ήξερε.

Η περίπτωσή του είναι χαρακτηριστική για το πώς ο λαός προστάτεψε τους αγωνιστές, ακόμα και στις πιο δύσκολες μέρες της μεγάλης φουρτούνας του 1949. Ο σύντροφος αυτός ήταν άρρωστος. Επασχε από την καρδιά του, είχε οξείς ρευματισμούς και δεν έβλεπε καλά. Τη νύχτα ήταν σχεδόν τυφλός.

Μετά το θάνατο του ναυτεργάτη αποφασίστηκε να σταλεί σε σπίτι, όπου είχε ανοιχτεί μια κρύπτη, ώσπου να τακτοποιηθεί το ζήτημα της φυγάδευσής του από το νησί. Αφού εγκαταστάθηκε στο σπίτι, έφτασαν στο χωριό τμήματα στρατού κι επίταξαν τα σπίτια. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν τμήματα. Μια διμοιρία είχε πιάσει το αντικρινό ακριβώς σπίτι απ' αυτό που έμενε ο παράνομος.

Εκείνες τις μέρες έγιναν συλλήψεις. Οι άνθρωποι του σπιτιού ρίχτηκαν στη φυλακή. Το ότι υπήρχε παράνομος στο σπίτι το ήξερε μόνο μια γυναίκα, που δεν είχε πιαστεί, αλλά δεν είχε και κανένα πρόσχημα να μπαίνει σ' αυτό.

Ο παράνομος διέθετε για τρόφιμα ένα κιλό παξιμάδια και τρεις κονσέρβες κρέας. Νερό δεν είχε. Στο υπόγειο του σπιτιού βρέθηκε ένα μπετόνι που ήταν από ακάθαρτα λάδια και το είχαν γεμίσει, ποιος ξέρει από πότε, νερό για να φουσκώσουν τα λάδια. Αυτό έσωσε την κατάσταση.. Εξω να βγει, δεν ήξερε πού να πάει. Ηταν ξένος, δε γνώριζε κανένα.

Μια μέρα οι φαντάροι ζήτησαν τον άνθρωπο που κρατούσε τα κλειδιά από το σπίτι. Τη γυναίκα μόλις τ' άκουσε την έπιασε τρεμούλα. Νόμισε πως κάτι είχαν μυριστεί.

- Ανοιξε, της λέει προστακτικά ο επιλοχίας. Θα κάνουμε έρευνα στο σπίτι.- Πάνε στα σίγουρα, σκέφτηκε η γυναίκα. Η έρευνα άρχισε.

Τρεις είχαν μπει στο σπίτι, οι άλλοι έμειναν στην αυλή. Η γυναίκα ακολούθησε τους τρεις που ερευνούσαν.

Σε μια στιγμή κατευθύνονταν προς την κρύπτη. Ενας φαντάρος στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Η γυναίκα παρακολουθεί με μάτια σαν της τρελής. Για μια στιγμή βλέπει το φαντάρο ν' απλώνει το χέρι του προς την κρύπτη. Αυτό πρόλαβε και είδε η γυναίκα. Εβαλε μια σπαρακτική κραυγή κι έπεσε καταγής αναίσθητη.

Οι δύο φαντάροι καταπιάστηκαν να συνεφέρουν τη γυναίκα. Ο τρίτος δεν έκανε άλλη κίνηση. Εστεκε και παρακολουθούσε συλλογισμένος τους άλλους.

Η γυναίκα συνήλθε.

- Θέλεις άλλο τίποτα, συνάδελφε; Ρώτησε ένας από τους φαντάρους αυτό που έστεκε στην κρύπτη.

- Οχι απάντησε εκείνος. Πάμε να φύγουμε.

Εφυγαν χωρίς σχόλια. Τι πίστεψαν, τι κατάλαβαν, ποιοι ήταν, ποιος ξέρει; Αυτό θα μείνει για πάντα άγνωστο.

Ο σύντροφος που είχε πάει τον παράνομο σ' αυτό το σπίτι, γυρνώντας από την Αθήνα κείνες τις μέρες, έμαθε για τις συλλήψεις που είχαν γίνει και σκέφτονταν τι να τον κάνει.

Εψαξε, βρήκε άλλο σπίτι, τους είπε το μυστικό, οι άνθρωποι δέχτηκαν να πάρουν τον παράνομο στο σπίτι τους, εν γνώσει τους ότι παίζουν τη ζωή τους κορόνα - γράμματα και κανόνισαν πως θα μεταφερθεί.

Είχαν περάσει 40 μέρες. Εκείνος από την πείνα και τη δίψα είχε γίνει σκελετός...

Κάποια μέρα που οι φαντάροι είχαν φύγει απ' το χωριό, οι δύο που είχαν αναλάβει τη δουλιά αποφάσισαν να τον μετακινήσουν.

Ο ένας πήγε ως την κρύπτη κι ο άλλος περίμενε στην άκρη του χωριού. Ο πρώτος τον πήρε και κίνησαν.

- Πώς δεν πέθανες, μωρέ σύντροφε!

- Μέσα στην κρύπτη δε θα πέθαινα. Κανόνιζα έτσι που να μου μείνουν δυνάμεις, για να βγω ως την άκρη του χωριού κι εκεί να πεθάνω. Ετσι, δε θα ενοχοποιούσα κανέναν".


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ