Το τεράστιο πρόβλημα των διοξινών, με το σκάνδαλο που ξέσπασε πριν από μερικούς μήνες σε ολόκληρη την Ευρώπη, έρχεται να αναδείξει και ένα ακόμα μεγάλο ζήτημα: Την ολοένα και αυξανόμενη εξάρτηση της Ελλάδας, για την κάλυψη των αναγκών της σε τρόφιμα από τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της Κοινότητας. Από την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί δραστικά η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και αντίστοιχα να αυξηθούν θεαματικά οι εισαγωγές.
Η αντιαγροτική πολιτική των Βρυξελλών, στο όνομα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μονοπωλίων, έφερε τον ελληνικό λαό σε τέτοιο σημείο που για να τρέφεται πλέον πρέπει να καταναλώνει σε μεγάλο βαθμό προϊόντα που δεν παράγονται στην Ελλάδα. Η μεγάλη αγορά των 300.000.000 καταναλωτών της ΕΟΚ αποδείχτηκε επικίνδυνη απάτη, αφού η ελληνική παραγωγή εξαφανίζεται και τη θέση της καταλαμβάνουν τα μολυσμένα και διοξινωμένα προϊόντα των βορείων χωρών της ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και με τον ΠΟΕ (πρώην ΓΚΑΤΤ). Η εγχώρια παραγωγή συρρικνώνεται και θα συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο, στο όνομα της παγκοσμιοποίησης της αγοράς, δηλαδή της κυριαρχίας των ασύδοτων μονοπωλιακών συμφερόντων των ΗΠΑ.
Ο καθένας καταλαβαίνει, λοιπόν, τι είδους εγγυήσεις παρέχονται στα προϊόντα αυτά απ' τις πολυεθνικές επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης και διάθεσης τροφίμων, που υπόκεινται αποκλειστικά στους "νόμους" του κέρδους και όχι στους νόμους της προστασίας του καταναλωτή. Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, που δεν ενδιαφέρθηκαν να αναπτύξουν μια πολιτική παραγωγής τροφίμων φυτικής και ζωικής προέλευσης στην Ελλάδα. Αντίθετα, αποδέχονται και προωθούν τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη λογική του περιορισμού και της συρρίκνωσης της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, των ποσοστώσεων και των προστίμων συνυπευθυνότητας.
Και υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα που αποδεικνύουν τα παραπάνω.
Η πολιτική που ακολουθείται στη γεωργία είχε ως αποτέλεσμα το έλλειμμα το αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου να "ξεχειλώσει" και να ξεπεράσει το 1998 τα 318 δισ. δραχμές, ενώ με τις χώρες της ΕΕ φτάνει τα 370 δισ. δραχμές. Και να φανταστεί κανείς ότι το 1980 το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο με τις χώρες της ΕΟΚ ήταν πλεονασματικό κατά 6 δισ. δραχμές.
Κ. Δ.