Για «εθνική επιτυχία» μιλάει η κυβέρνηση. Τρίβουν τα χέρια τους οι επιχειρηματίες
Η δημιουργία του αγωγού σημαίνει για την ελληνική κυβέρνηση ένα καθοριστικό βήμα προς την μετατροπή της χώρας σε «ενεργειακό κόμβο», στόχος που εντάσσεται στους γενικότερους σχεδιασμούς του μεγάλου κεφαλαίου στον τομέα της ενέργειας. Οι εναλλακτικές διαδρομές ενέργειας διευκολύνουν την πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας, μειώνουν τα κόστη και αυξάνουν τα κέρδη, επιτρέποντας μεγαλύτερο εύρος επιχειρηματικών συμφωνιών και καλύτερο «παζάρι», τουλάχιστον για εκείνο το τμήμα του κεφαλαίου που υποστηρίζει και το συγκεκριμένο αγωγό.
Ενα άλλο τμήμα του διαφωνεί και μέσω των ΗΠΑ δημιούργησε προβλήματα. Εξάλλου, με την υποστήριξη των ΗΠΑ προωθείται και ο αγωγός Μπουργκάς - Αυλώνας (Αλβανία), παρά το τριπλάσιο μήκος του, και ήδη υπογράφτηκε ένα μνημόνιο για την κατασκευή του από Βουλγαρία - Αλβανία - ΠΓΔΜ. Ολα αυτά βεβαίως δεν έχουν καμία σχέση με την εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων των λαών Ελλάδας - Ρωσίας - Βουλγαρίας.
Η διακρατική συμφωνία για τον αγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη μονογράφτηκε από τον ΓΓ του υπουργείου Ανάπτυξης Ν. Στεφάνου, τον Ρώσο υφυπουργό Βιομηχανίας και Ενέργειας Α. Ντεμέντιεφ και τον Βούλγαρο υφυπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης Κ. Ρογκάτσεφ. Η τελική υπογραφή θα πραγματοποιηθεί στις αρχές του Μάρτη στην Αθήνα σε επίπεδο υπουργών. Το επόμενο βήμα είναι η σύσταση της Διεθνούς Εταιρείας και η κατάρτιση των συμφωνιών διέλευσης μεταξύ αυτής και Ελλάδας - Βουλγαρίας. Σύμφωνα με τον Ν. Στεφάνου, με εντατικοποίηση των ρυθμών είναι δυνατή η έναρξη κατασκευής μέσα στο 2008 και η λειτουργία το 2011.
Οι πρώτες εμπλεκόμενες εταιρείες είναι από την Ελλάδα η κοινοπραξία ΔΕΠ-ΘΡΑΚΗ (Λάτσης, Κοπελούζος), οι ρωσικές TNK-BP (ρωσοβρετανική), «Gazprom», «Transneft» και η «Bulgargaz». Ενδιαφέρον έχει εκδηλώσει εδώ και πολλά χρόνια, η αμερικανική «Cevron». Το πετρέλαιο θα φεύγει από το Νοβοροσίσκ της Ρωσίας με πλοία και στο Μπουργκάς θα διοχετεύεται στον αγωγό μήκους 288 χλμ, που η δυναμικότητά του προβλέπεται σε 35 εκατ. τόνους ετησίως, με δυνατότητα για 50 τόνους. Οι πρώτες εκτιμήσεις ανάγουν το κόστος σε 1 δισ. ευρώ.