Σάββατο 10 Φλεβάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΔΙΕΘΝΗ
H «βαριεστιμάρα» τού να μη φοβάσαι το αύριο

Με αφορμή ένα σημείο για τη ΓΛΔ

Διαβάζοντας τη σελίδα «Copy & Paste» του κ. Πανούτσου στο «Πρώτο Θέμα» της 4/2/2007 για την Ανατολική Γερμανία, πέρα από τα φαιδρά για τους συνοροφύλακες στο Βερολίνο, που όπως είναι γνωστό δεν ήταν ένα σύνορο μόνο μεταξύ δύο κρατών, αλλά και μεταξύ δύο κοινωνικών συστημάτων, αναρωτήθηκα αν πραγματικά είδε όσα μας εξιστόρησε, ή αν η μνήμη του έχει τόσο ξεθωριάσει, όπως άλλωστε και ο ίδιος τόσο θα ήθελε, όπως έγραψε.

Είχα την τύχη να ζήσω 7 χρόνια στην πρωτεύουσα της ΓΛΔ, και σε αντίθεση με τον κ. Πανούτσο, η ανάμνησή της μου έχει μείνει πολύ ζωντανή.

Χαρακτήρισε την Ανατολική Γερμανία σαν «τη χώρα της ατελείωτης βαριεστιμάρας», γιατί «ο πολίτης στα 18 του μπορούσε να μαντέψει το τέλος της ζωής του».

Πράγματι, οι μαθητές στα 15 τους είχαν κατασταλάξει για το επάγγελμα που θα ακολουθούσαν, οι φοιτητές γνώριζαν τουλάχιστον δυο χρόνια πριν αποφοιτήσουν πού θα εργαστούν, τα νέα ζευγάρια ήξεραν ότι το αν κάνουν παιδιά, δε θα τους εμπόδιζε ούτε να σπουδάσουν, ούτε να κάνουν καριέρα. Το σοσιαλιστικό κράτος έκανε ό,τι μπορούσε, σε συνθήκες αντίξοες, για να μη λείψει ειδικά στη νέα γενιά τίποτε: παιδικά επιδόματα, άτοκα δάνεια για τις νέες οικογένειες, χιλιάδες αθλητικοί σύλλογοι και αμέτρητα πολιτιστικά σύνολα.

Για τον κ. Πανούτσο όλα αυτά ήταν βαρετά.

Ηταν πράγματι «βαρετό» να παραμένουν οι τιμές στα είδη διατροφής, στα ενοίκια, στις συγκοινωνίες επί δεκαετίες κολλημένες στα ίδια χαμηλά επίπεδα.

Ηταν «βαρετό» με μια συμβολική εισφορά να έχεις μια από τις καλύτερες ιατροφαρμακευτικές περιθάλψεις του κόσμου.

Ηταν «βαρετό» να μπορείς να αποφασίζεις εσύ για τα ζητήματα του εργοστασίου σου, της συνοικίας σου, του σχολείου σου.

Τώρα η ζωή στην πρώην Ανατολική Γερμανία δεν είναι καθόλου «βαρετή». Οι νέοι ζουν στην πλειοψηφία τους με την αβεβαιότητα του αν θα βρουν μετά το σχολείο μια θέση σε κάποια επαγγελματική σχολή, για το αν το πτυχίο που θα πάρουν από το πανεπιστήμιο, που τώρα αρχίζουν να το μοσχοπληρώνουν, θα τους εξασφαλίσει κάποια σταθερή δουλιά.

Οι πολίτες της δεν μπορούν πια «να μαντέψουν το τέλος της ζωής τους». Δεν ξέρουν αν θα δουλεύουν ως τα 70 τους για να πάρουν μια σύνταξη, που μόλις θα φτάνει για να ζήσουν όσα χρόνια τους απομένουν. Ή αν θα απολυθούν στα 50 τους και θα ζουν με το επίδομα της κοινωνικής πρόνοιας, αφού αναγκαστούν να εξανεμίσουν τις καταθέσεις τους, να πουλήσουν το αυτοκίνητό τους και να μετακομίσουν σε μικρότερο διαμέρισμα, όπως έχει γίνει ήδη με δεκάδες χιλιάδες.

Πολλοί απ' αυτούς, και από τους αμέτρητους εκείνους που ζουν με το φόβο να μην έρθουν στη θέση των πρώτων, θα προτιμούσαν τη «βαριεστιμάρα» της σιγουριάς για το αύριο από τη «συναρπαστικότητα» της ανασφάλειας για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους.


Δημήτρης Αμπατιέλος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ