Χρόνια δύσκολα, φτωχά, με την αγωνία του μεροκάματου καθημερινό συνοδοιπόρο στη δύσκολη και κακοτράχαλη ανηφόρα της ζωής, στην οποία αγκομαχώντας κι εμείς προσπαθούσαμε να πορευτούμε, στα ελάχιστα αρκούμενοι και τα στοιχειώδη ονειρευόμενοι, ζεσταίνοντας τα χέρια μας και τις καρδιές μας τις βραδιές, καθισμένοι γύρω από το μαγκάλι, που έκαιγε ακατάπαυτα στο νοτισμένο από την υγρασία φτωχόσπιτό μας.
Στα χρόνια εκείνα, η φτώχεια ήταν κάτι που το συναντούσες πιο εύκολα από ένα αυτοκίνητο. Το ίδιο ευκολοθώρητες ήταν και οι τρίτροχες μοτοσικλέτες με το καλάθι στο πλάι, το κύριο ως όχημα τότε μεταφορικό μέσο εντός του αναπτυσσόμενου άστεως. Τα τρίκυκλα όπως συνήθιζαν να αποκαλούν οι περισσότεροι. Σ' ένα τέτοιο τρίκυκλο, λοιπόν, βρισκόμουν ενίοτε νήπιο και εγώ, αποκομίζοντας ασυναίσθητα ασφαλώς, παντοτινές εικόνες και μνήμες, άσβηστες, δίπλα στο βιοπαλαιστή πατέρα μου, που αντικρίζοντας με εμφανή πικρία τον τοποτηρητή ασφαλίτη της γειτονιάς συνήθιζε να μου λέει με νόημα πως, «πρέπει να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο».
Τα ράλι μοιάζουν με τους πολέμους. Υπάρχουν συχνά απώλειες «πολεμιστών» (και φέτος υπήρξε μία), ενώ τελευταία συναντάμε σε αυτά και παράπλευρες απώλειες. Μια τέτοια σημάδεψε τον περσινό αγώνα, όπου ένα μικρό αγόρι χτυπήθηκε θανάσιμα από το αυτοκίνητο του Λετονού Μαρίς Σαουκάνς, κατά τη διάρκεια της 13ηςειδικής διαδρομής. Στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, καθημερινά, μικρά παιδιά χάνουν τη ζωή τους που δυστυχώς ούτε είχαν ούτε θα 'χουν ...την ευκαιρία να ασχοληθούν με ένα ράλι, πέφτοντας ανυπεράσπιστα θύματα ενός άλλου «αγώνα», δίχως τέλος, και με αμέτρητο φόρο αίματος, ενάντια στις ορέξεις των ιμπεριαλιστών.
Θυμάμαι, σα να 'ταν χτες, κάποια συννεφιασμένα απογεύματα του χειμώνα, τέλη της δεκαετίας του '60. Ποτάμι ανεπίστρεφο τα χρόνια, συμπαρέσυρε στο πέρασμά του τα πάντα, πήρε παντοτινά μαζί του πρόσωπα αγαπημένα, μαζί τους και το βιοπαλαιστή πατέρα μου. Τα λόγια του ωστόσο, τα διδάγματά του, συχνά γυρίζουν στο μυαλό μου, θαρρώ δε πως τα ακούω αναλλοίωτα, ενώ απόηχος μερικές φορές έρχεται στ' αυτιά μου το μουγκρητό της μηχανής από το τρίκυκλο φουρκόνι, που αγκομαχούσε ν' ανεβεί τις χωμάτινες ανηφοριές, στις φτωχογειτονιές μιας άλλης εποχής.