Κυριακή 13 Μάη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ελεύθερος πολίτης...

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ο Γιάννης Φιντέλης είχε συμπληρώσει δώδεκα χρόνια κλεισμένος στο διάφορα μπουντρούμια της ...φιλόστοργης πατρίδας του και στα στρατόπεδα, Γιούρα και Μακρονήσι, σε «κλωβούς» από αγκαθερά συρματοπλέγματα, μαζί με χιλιάδες άλλους συντρόφους του, ανταρτόπουλα του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και παλιότερους ΕΑΜίτες, ΕΛΑΣίτες και προπολεμικούς Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές. Νεαρό ανταρτόπουλο κι εκείνον τον βρήκαν οι άλλοι ξεπαγιασμένο στην ανεμόδαρτη ράχη της Αφορεσμένης και τον δίκασαν σε ισόβια δεσμά, γιατί σήκωσε, λέει, το όπλο εναντίον της πατρίδας του και σκόπευε να πουλήσει «μέρος ή και το όλον της ελληνικής επικράτειας, εις ξένην δύναμιν».

Η φυλακή της Κέρκυρας ήταν ο τελευταίος σταθμός εκείνης της δωδεκάχρονης «περιήγησής» του στις φυλακές και τα ξερονήσια της Ελλάδας. Είχε ψηφιστεί τότε ένας νόμος, που επέτρεπε την «υπό όρους» αποφυλάκιση του κατάδικου, αν αυτός είχε συμπληρώσει στη φυλακή τα δύο τρίτα της ποινής του. Με κάποια «μεροκάματα» που είχε κάνει, δουλεύοντας βοηθός στα μαγειρεία της φυλακής, συμπλήρωσε αυτά τα δύο τρίτα της ποινής και υπέβαλε τα «χαρτιά», την αίτηση για την αποφυλάκισή του. Ομως, παρ' όλο που η περίπτωσή του συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις, η αίτησή του απορρίφτηκε. Υστερα από λίγες μέρες, πήγε και τον ζήτησε στο επισκεπτήριο ένας Κερκυραίος δικηγόρος.

«Κοίταξε να δεις», του είπε ...εμπιστευτικά. «Παίζουν ρόλο κι άλλοι παράγοντες, εκτός από την έκτιση των δύο τρίτων της ποινής. Παραδείγματος χάριν, μια καλή έκθεση του διευθυντή της φυλακής. Αν μπορούσες να διαθέσεις τουλάχιστον 5.000 δρχ. θα μπορούσα εγώ να αναλάβω την υπόθεσή σου...». Πέντε χιλιάδες δραχμές!... Ενα ποσό «αστρονομικό», εκείνη την εποχή, για τα μέτρα του Γιάννη και της ρημαγμένης οικογένειάς του.

Εβαλε η μάνα και πούλησε ένα χωράφι που είχαν στο χωριό και μόλις έστειλε στο δικηγόρο τα χρήματα, η αίτησή του εγκρίθηκε αμέσως.

«Λοιπόν, κύριε Φιντέλη», τον υποδέχτηκε στο γραφείο του με ύφος πρόσχαρο και φιλική διάθεση ο κύριος Γουρνάς, ο διευθυντής της φυλακής. «Είστε πλέον ελεύθερος πολίτης!» «Η πατρίδα, στοργική και μεγαλόψυχη όπως πάντα, σας συγχωρεί για το βαρύτατο παράπτωμα στο οποίο υποπέσατε και σας χαρίζει το υπόλοιπο της ποινής. Φροντίστε να μη διαψεύσετε τις προσδοκίες της, ότι από τούδε και στο εξής θα διάγετε έναν έντιμο και νομιμόφρονα βίον».

Του ήρθε να γελάσει. Πρώτον, μ' εκείνο το «κύριε» και τον ...πληθυντικό, που είχε δώδεκα χρόνια να τον ακούσει απ' το στόμα των δεσμοφυλάκων του κι ύστερα με το άλλο, το «η πατρίδα σας συγχωρεί...». «Ας μην έπεφταν», είπε από μέσα του, «τα πέντε χιλιάρικα, από το χωραφάκι της μάνας μου, απ' τα οποία θα πήρες ασφαλώς κι εσύ γερό το μερίδιό σου και ...μαύρη συγχώρεση που θα μου έκανε "η πατρίδα μου"...».

Πήρε απ' το χέρι του το αποφυλακιστήριο και βγήκε απ' το γραφείο, χωρίς καν να τον χαιρετίσει.

Με τα πρώτα βήματα, απ' τη φυλακή μέχρι το πρακτορείο των λεωφορείων που πήγε να βγάλει το εισιτήριο για την Αθήνα, μια «σκιά» ένιωθε πίσω του να τον παρακολουθεί άγρυπνα.

Το πλοίο θα έφευγε αργά το απόγευμα και είχε πολλές ώρες μπροστά του, να ιδεί κι αυτός λιγάκι «απέξω» το όμορφο νησί.

Περπάτησε κάτω στην παλιά πόλη, πήγε στο Αχίλλειο να ιδεί τις Μούσες, το θνήσκοντα Αχιλλέα, με το βέλος καρφωμένο στη φτέρνα του.

Βγήκε κάπου ψηλά, σ' ένα υψωματάκι και κάθισε ν' αγναντέψει εκείνες τις ομορφιές που μέσα στη φυλακή τις βλέπανε μονάχα απ' τις φωτογραφίες: Το Κάστρο, το Κανόνι, το γραφικό Ποντικονήσι.

Είχε αγοράσει από ένα περίπτερο ένα μπλοκάκι κι ένα μολύβι και έπιασε εκεί στο παγκάκι που καθόταν, να ζωγραφίζει το Ποντικονήσι. Τα κυπαρίσσια του, το εκκλησάκι, τη θάλασσα γύρω γύρω, με ίσιες μολυβιές, έτσι όπως την έβλεπε ήρεμη και ακύμαντη.

Ανέπνεε και ένιωθε στο στήθος του «ζωντανό» το αδέσμευτο οξυγόνο της φύσης. Τον συνεπήρε η ομορφιά της πλάσης, που τη στερήθηκε δώδεκα χρόνια και έπιασε στο δεύτερο φύλλο, στο μπλοκάκι, να γράφει κάτι στίχους. Για την Κέρκυρα, για το Ποντικονήσι, για την άνοιξη που ερχόταν να τον συναντήσει, σαν γυναίκα ερωτική, γεμάτη μοσχοβολιές και υποσχέσεις...

Ελα μ' ανθούς στην αγκαλιά

με γιασεμιού μοσχοβολιά

στον εραστή σου εμένα...

Μια μοτοσικλέτα πέρασε κοντά του, λίγο πιο πέρα απ' το παγκάκι που καθόταν και μαρσάροντας δυνατά, χάθηκε στο ανηφοράκι του χωματόδρομου.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και την είδε να ξανάρχεται πάλι απ' την ίδια κατεύθυνση και να αράζει δίπλα του. Κατέβηκαν δυο άντρες, με πολιτικά. Νέοι και σωματώδεις. Τον πλησίασαν με βήματα σταθερά κι ο ένας έβγαλε και του πρότεινε σαν πιστόλι μπροστά στα μούτρα του μια ταυτότητα. «Ασφάλεια», είπε ξερά και του άρπαξε απ' τα χέρια το μπλοκάκι, χωρίς να πει άλλη λέξη. Εσκυψαν κι οι δυο μαζί, με μεγάλο ενδιαφέρον, απάνω στο μπλοκάκι του. Κοίταξαν για λίγο, με απορία, το Ποντικονήσι που είχε σχεδιάσει. Γύρισαν ύστερα το φυλλαράκι και ο ένας έπιασε να διαβάζει μ' έναν τρόπο που έδειχνε πως στο σχολείο του δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τα γράμματα...

Ελα μ' ανθούς στην αγκαλιά

με γιασεμιού μοσχοβολιά

στον εραστή σου εμένα,

μαζί να πούμε το ωσαννά

τι είν' απ' τον άλυσο ξανά

τα χέρια μου λυμένα.

Εκλεισε απότομα το μπλοκ και το πέταξε στα γόνατά του, έτσι όπως καθόταν εκεί στο παγκάκι.

«Αντε ρε, πάμε να φύγουμε...», είπε ύστερα στον άλλο και ξεκίνησαν κι οι δυο για τη μοτοσικλέτα τους. «Επικίνδυνος κομμουνιστής και μαλλιά... Αυτός ζωγραφιές φτιάχνει εδώ και ποιματάκια... Φάγαμε τη μέρα μας τζάμπα σήμερα, με τούτον εδώ τον... ποιητή», είπε, τονίζοντας έτσι με περιφρόνηση και μ' έναν τόνο ειρωνείας τη λέξη.

Ανέβηκαν ξανά στη μοτοσικλέτα και πάτησε με δύναμη το λεβιέ της μίζας.

Στο χωριό του που γύρισε, κοντά στη χαροκαμένη μάνα του - τον πατέρα και δυο αδέρφια του, τους έφαγε ο αιματοπότης Εμφύλιος - προσπάθησε να συμμαζέψει το νοικοκυριό τους, να σπείρει ένα χωραφάκι που τους έμεινε, να φυτέψει στον κήπο τους λίγα ζαρζαβατικά, να έχουν τα απαραίτητα για το σπίτι. Ομως ένα χαλάζι, «μεγέθους καρυδιού», που χτύπησε την περιοχή εκείνη τη χρονιά, τα διέλυσε όλα.

Εκανε μια αίτηση στον εισαγγελέα της Κέρκυρας, να του επιτρέψουν να μετεγκατασταθεί στην Αθήνα, να ψάξει, μήπως βρει καμιά δουλιά. Γιατί η απόφαση του δικαστηρίου όριζε, να μένει μόνιμα στο χωριό του και να δίνει κάθε δεκαπέντε μέρες «παρών» στον πλησιέστερο σταθμό χωροφυλακής.

Είχε στο μεταξύ, αρραβωνιαστεί με την Ολγα, κόρη μιας ρημαγμένης οικογένειας αγωνιστών κι εκείνη, που έμενε στην Αγία Βαρβάρα, μια φτωχογειτονιά της Αθήνας.

Το δικαιολογητικό «μέτρησε» στο σκεπτικό των δικαστών και η αίτησή του έγινε δεκτή. Πούλησε ένα παλιό ποδήλατο που είχε, εκατό δραχμές, ίσα - ίσα για να βγάλει το εισιτήριο για την Αθήνα και πήγε στη Ραχούλα, στο σταθμό χωροφυλακής, να δώσει το τελευταίο «παρών».

Ο αστυνόμος έλειπε και ένας χωροφύλακας που ήταν στο γραφείο, προθυμοποιήθηκε να τον εξυπηρετήσει. Εφερε απ' την ντουλάπα το φάκελό του και τον άνοιξε απάνω στο τραπέζι. Δεν έβρισκε όμως το έντυπο που έπρεπε να συμπληρώσει και πήγε δίπλα σε μια αποθηκούλα, να ψάξει σε κάτι ράφια να το βρει.

Αγαθό και απονήρευτο το απλό «όργανο της τάξεως» άφησε ανοιχτό απάνω στο τραπέζι τον απόρρητο φάκελο της Ασφάλειας και ο Γιάννης είχε την ευχέρεια να ιδεί, τι του έχουν μέσα «ζωγραφισμένα». Με το πρώτο φύλλο που γύρισε, προσέχοντας προς το μέρος της αποθηκούλας, μήπως γυρίσει ο χωροφύλακας, το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα αντίγραφο της έκθεσης που είχε κάνει ο διοικητής της Ασφάλειας Καρδίτσας προς το υπουργείο, ύστερα από μια «συνάντηση γνωριμίας» που είχαν στο γραφείο του, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του. Είχε τώρα μπροστά του την «απόρρητη» έκθεση και διάβαζε του καλού καιρού: «Πρόκειται περί σκληρού και αμετανόητου κομμουνιστικού στελέχους, λίαν επικίνδυνου διά την δημόσιαν ασφάλειαν, κατά την προσωπικήν μας εκτίμησιν. Εχει ευφράδειαν λόγου και αλληλουχίαν σκέψεων αρίστην, υποστηρίζει δε σθεναρώς και μετά πάθους την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν και τας εν γένει ιδέας και αντιλήψεις του».

Στην Αθήνα που εγκαταστάθηκε, έπιασε δουλιά στην Αθηναϊκή Χαρτοποιία, ένα τεράστιο συγκρότημα επεξεργασίας χαρτιού, στην Ιερά Οδό, στο Βοτανικό. Ο υποδιευθυντής, ένα καλό παιδί, μηχανικός του μικρού Πολυτεχνείου, εκτιμώντας τις ικανότητές του, τον έβαλε επικεφαλής στο τμήμα των «ψαλιδιών». Κάτι τεράστια μαχαίρια, λάμες ατσαλένιες με μήκος δυόμισι μέτρα, που έκοβαν το χαρτί σε διάφορες διαστάσεις, ανάλογα με την παραγγελία. Λογάριασε μια μέρα, από περιέργεια, την αξία του χαρτιού που έκοβε στο οχτάωρό του και βρήκε πως ήταν γύρω στο ένα εκατομμύριο. Το δικό του μεροκάματο ήταν τριάντα τέσσερις δραχμές.

Είχαν παντρευτεί στο μεταξύ με την Ολγα, που σε λίγο θα έφερνε στο κόσμο και το παιδί τους. Εχτισαν και ένα σπιτάκι δικό τους, δυο δωμάτια και κουζίνα, «αυθαίρετο», όπως όλα τα άλλα εκεί στην πλαγιά, σ' ένα στενό, ανηφορικό δρομάκι.

Στο εργοστάσιο είχαν φτιάξει μαζί με τον Γραμματέα της Εργατικής Αχτίδας και έναν ακόμα σύντροφο, τον κομματικό πυρήνα της Οργάνωσης στη Χαρτοποιία. Βρήκαν ανταπόκριση στους εργάτες. Και σε μια πρώτη στάση εργασίας που έκαναν, είχαν μεγάλη επιτυχία, πράγμα που θορύβησε τη διεύθυνση.

Ενα πρωί, πριν αρχίσει η δουλιά στη βάρδια του, τον πήρε παράμερα ο υποδιευθυντής, και του είπε, φανερά στενοχωρημένος: «Δυστυχώς, έχω δυσάρεστα νέα για σένα, Φιντέλη. Ηρθε στη διεύθυνση σύσταση από την Ασφάλεια, για την απόλυσή σου. Η παρουσία, λέει, κομμουνιστών μέσα σ' ένα εργοστάσιο με χιλιάδες εργάτες, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους».

Πήρε το λεωφορείο για την Αγία Βαρβάρα και με τη φουρτούνα που είχε στο κεφάλι του, ξεχάστηκε και αντί να κατέβει στην Αγία Ελεούσα, πήγαινε για τον Κορυδαλλό. Κατέβηκε στην πρώτη στάση και γύρισε στο σπίτι με τα πόδια. Η Ολγα τον είδε, με το πρόσωπο έτσι άσπρο σαν το χαρτί και τρόμαξε.

«Τι έπαθες;...» τον ρώτησε αναστατωμένη. «Τι σου συμβαίνει;»

Κάθισαν δίπλα δίπλα, πάνω στο παλιό σιδερένιο ντιβάνι. Αγκάλιασε με τα δυο της χέρια τις πλάτες του και έμειναν πολλή ώρα έτσι, αμίλητοι, με τα κεφάλια ακουμπισμένα το ένα στο άλλο, αναμετρώντας σιωπηλά τις δυσκολίες που τους περιμένουν. Χωρίς μεροκάματο... Χωρίς λεφτά για το γάλα του παιδιού... Χωρίς το πετρέλαιο για τη σόμπα, που πήγαινε με τα πόδια στο Αιγάλεω, στο μονοπώλιο και το έφερνε λίγο - λίγο, μέσα σ' ένα μικρό πλαστικό μπιτονάκι.

Ενας οικοδόμος ψηλά στη σκαλωσιά, στο διώροφο που χτιζόταν απέναντι, τους συνέφερε με το τραγούδι του, ελπίδα και βάλσαμο για τις πληγές όλης της φτωχολογιάς.

Παρ' το στεφάνι μας

Παρ' το γεράνι μας

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου

Και πάμε, αστέρι μου

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.

Η Ολγα σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της και γυρίζοντας προς το μέρος του το πρόσωπό της, του έδωσε τα χείλη της να τα φιλήσει.

«Μη στενοχωριέσαι», του είπε, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο και στον ίδιο της τον εαυτό. «Δε θα χαθούμε. Θα βρούμε μια δουλιά, θα ψάξω κι εγώ». Ηξερε να δουλεύει καλά τον κοπτοράπτη, ένα μηχάνημα που κόβει και συγχρόνως ράβει το ύφασμα. Είχε στο σπίτι τους και μια μηχανούλα και μαντάριζε τα βράδια κάλτσες γυναικείες, συμπλήρωμα στο μεροκάματο του άντρα της.

«Δε θα χαθούμε», ξαναείπε και τον έσφιξε πάλι στην αγκαλιά της. Υστερα σηκώθηκε να πάει δίπλα στο μωρό, που ξύπνησε και άρχισε να κλαίει.

Σε λίγες μέρες, ήρθαν πρωί - πρωί στο σπίτι τους δυο χωροφύλακες, του πέρασαν χειροπέδες και τον πήραν μαζί τους. Του έδειξαν κι ένα χαρτί, που έλεγε ότι ανακαλείται η απόφαση του δικαστηρίου, «διότι δε συνεμορφώθη με τας διατάξεις του νόμου, περί της υπό όρους αποφυλακίσεώς του».

Το άλλο πρωί τον βρήκε ξανά στην Κέρκυρα, μπροστά στη βαριά σιδερόπορτα της φυλακής.

Με ύφος ιταμό και χαιρέκακο τον «υποδέχτηκε», ο κύριος Γουρνάς.

«Λοιπόν, Φιντέλη;... Δε σου άρεσε η ελευθερία που σου δώσαμε. Προτιμάς τη φυλακή... Ετοίμαζες, λέει, επανάσταση εκεί έξω που σε βγάλαμε. Αντί να κοιτάξεις τη δουλίτσα σου και να βγάζεις τίμια ένα κομμάτι ψωμί για την οικογένειά σου. Τώρα θα μείνεις μέσα για όλη σου τη ζωή. Θα σαπίσεις στη φυλακή. Το έχεις φαίνεται στο αίμα σου και προτιμάς να πεθάνεις σκλάβος».

«Κάνετε λάθος, κύριε διευθυντά», απάντησε ήρεμα ο Γιάννης, χρωματίζοντας λίγο με μια πινελιά ειρωνείας αυτό το «κύριε». «Πιο ελεύθερος θα είμαι εδώ στη φυλακή, παρά έξω, στην "ελεύθερη" κοινωνία σας, που είχε την καλοσύνη να με στείλει η... μεγαλόψυχη "πατρίδα μου". Εδώ, εγώ και όλοι οι σύντροφοί μου, και τώρα και πάντα, είμαστε και θα είμαστε ελεύθεροι. Σαν εκείνους τους ελεύθερους πολιορκημένους του Μεσολογγίου. Το χίλια οχτακόσια εικοσιένα. Αν έχεις διαβάσει καθόλου Ιστορία...»

«Πάρτε τοοον!...» έσκουξε στριγκά, σαν γυναικούλα και πετάχτηκε απ' την καρέκλα του σαν ελατήριο. «Στο πειθαρχείοοο!...» διέταξε τους δυο φύλακες που στέκονταν στην πόρτα. «Στο πειθαρχείο! Δέκα μέρες! Και τροφή κάθε δεύτερη μέρα».

(Από το βιβλίο «Πληγές του Εμφύλιου» εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ