Κυριακή 17 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ - Β΄ ΓΥΡΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ
Αναμενόμενη επιλογή διαχείρισης

Η έλλειψη διατύπωσης ξεκάθαρης εναλλακτικής πρότασης οδηγεί τους Γάλλους από την ...«Σκύλλα» στη «Χάρυβδη» και την αποχή

Η σημερινή κάλπη στη Γαλλία αναμένεται να επαναβεβαιώσει τη συντηρητική στροφή της κοινωνίας

Associated Press

Η σημερινή κάλπη στη Γαλλία αναμένεται να επαναβεβαιώσει τη συντηρητική στροφή της κοινωνίας
Ως μία από τις πλέον «σιωπηλές» εκλογικές αναμετρήσεις στην πρόσφατη ιστορία της χώρας χαρακτηρίστηκε ο α΄ γύρος των βουλευτικών εκλογών, την περασμένη Κυριακή. Ενδεικτικό, ίσως, είναι ότι ακόμη και τα γαλλικά ΜΜΕ δεν αφιέρωσαν τον συνήθη χρόνο στην προεκλογική εκστρατεία. Πιθανώς, όπως σχολίαζαν πολλοί αναλυτές, η εμφανέστατη έλλειψη ενδιαφέροντος να οφείλεται στο ότι τα αποτελέσματα της κάλπης ήταν λίγο - πολύ αναμενόμενα, όπως και η σύνθεση της νέας βουλής.

Με αυτό το σκεπτικό εξηγούν οι σχολιαστές και την πρωτοφανή, για τα δεδομένα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, αποχή που άγγιξε το 39%. Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, δεν προσήλθαν στην κάλπη οι νέοι μέχρι 24 χρόνων, οι εργάτες, οι χαμηλόμισθοι και ιδιαίτερα όσοι εξ αυτών αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστεροί».

Ολοι αυτοί, δηλαδή, που είχαν κάνει τη μεγάλη διαφορά στις προεδρικές εκλογές, πριν από μερικές εβδομάδες, συμμετέχοντας μαζικά στην προεκλογική και στην εκλογική διαδικασία. «Προφανώς, θεώρησαν ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ψηφίσουν. Δεν υπάρχει μάχη να κριθεί, δεν υπάρχει κάποιος που να διεκδικεί με αξιώσεις εκλογής την ψήφο τους» αποπειράται σε μια πρώτη εκτίμηση ο Γιοακίμ Σετάρ, σημαίνον στέλεχος της Ipsos, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες δημοσκοπήσεων της Γαλλίας, που είχε προβλέψει τη χαμηλή προσέλευση στην ψηφοφορία.

Εξαιρετικά περίπλοκο εκλογικό σύστημα

Οι ψηφοφόροι, τόσο στη μητροπολιτική Γαλλία όσο και στα υπερπόντια εδάφη (π.χ. Νέα Καληδονία), καλούνται στις βουλευτικές να εκλέξουν 577 βουλευτές. Στον α΄ γύρο της περασμένης Κυριακής την ψήφο των Γάλλων διεκδικούσαν 7.639 υποψήφιοι.

Για να εκλεγεί ένας βουλευτής από τον α΄ γύρο, θα πρέπει να εξασφαλίσει το 50% των ψηφισάντων στην εκλογική του περιφέρεια και το 25% του συνόλου των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων της. Ο στόχος αυτός είναι εξαιρετικά δύσκολος, οπότε οι περισσότεροι βουλευτές εκλέγονται στο β΄ γύρο. Για να περάσει κανείς στον β΄ γύρο, θα πρέπει να συγκεντρώσει στον α΄ το 12,5% όλων των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων της περιφέρειάς του ή τουλάχιστον να καταταχθεί, μετά την καταμέτρηση, στην πρώτη δυάδα των υποψηφίων. Στο β΄ γύρο εκλέγεται με απλή πλειοψηφία και όχι απόλυτη.

Δεδομένου ότι το εκλογικό βουλευτικό σύστημα στη Γαλλία είναι πλειοψηφικό και όχι αναλογικό, μπορεί κανείς να παρατηρήσει εξαιρετικά ενδιαφέροντα φαινόμενα: Οπως παραδείγματος χάριν δύο κόμματα να συγκεντρώνουν, σε εθνικό επίπεδο, το ίδιο ποσοστό ψήφων, αλλά να εκλέγουν εντελώς διαφορετικό αριθμό βουλευτών. Και αυτό γιατί κάποιοι βουλευτές του ενός μπορεί να κατάφεραν να ανταποκριθούν στα προαναφερόμενα κριτήρια στις εκλογικές τους περιφέρειες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε το κόμμα σε εθνικό επίπεδο είναι υψηλό.

Ενδεικτικό, ίσως, είναι ότι το Γαλλικό ΚΚ, στον α΄ γύρο της περασμένης Κυριακής, συγκέντρωσε 4,29% (σε εθνικό επίπεδο), που είναι ένα από τα χαμηλότερα εκλογικά του ποσοστά των τελευταίων χρόνων, αλλά στο β΄ γύρο πέρασαν αρκετοί υποψήφιοί του και έτσι διεκδικεί, με βάση τις εκτιμήσεις, 6-12 βουλευτικές έδρες, χωρίς να αποκλείεται και μεγαλύτερος αριθμός. Το ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» του Ζαν Μαρί Λεπέν συγκέντρωσε, επίσης, 4,29%, (ποσοστό που χαρακτηρίστηκε πανωλεθρία σε σύγκριση με τα αποτελέσματα των τελευταίων χρόνων) και δε διεκδικεί παρά 1 το πολύ βουλευτική έδρα, αφού σχεδόν κανένας από τους υποψηφίους του δεν εξασφάλισε τις προϋποθέσεις να περάσει στο β΄ γύρο.

Η ιδιομορφία του γαλλικού εκλογικού συστήματος αποτυπώνεται και στην περίπτωση του «Δημοκρατικού Κινήματος» του «ισχυρού ρυθμιστή» των προεδρικών εκλογών, Φρανσουά Μπαϊρού. Συγκέντρωσε 7% των ψήφων, αλλά δε διεκδικεί παρά μέχρι 4 βουλευτικές έδρες. Στις περασμένες εκλογές ως «Ενωση Δημοκρατών Γαλλίας» (Φιλελεύθεροι) είχε συγκεντρώσει μικρότερο ποσοστό (4,9%), αλλά είχε εκλέξει περισσότερους βουλευτές (29)!

Οπως αναμενόταν, σαρωτική, σχεδόν, ήταν η εμφάνιση των υποψηφίων του κυβερνώντος UMP, του Σαρκοζί. Συγκέντρωσε περισσότερο από 40% (33% στις περασμένες εκλογές) και εξέλεξε από τον α΄ γύρο 98 βουλευτές. Οι εκτιμήσεις τοποθετούν την οριστική κοινοβουλευτική του παρουσία μεταξύ των 405-445 εδρών. Πτώση παρουσιάζουν και οι έδρες του Σοσιαλιστικού κόμματος, αν και το ποσοστό του στον α΄ γύρο είναι μεγαλύτερο των περασμένων εκλογών. Οι Σοσιαλιστές συγκέντρωσαν 28,5% και διεκδικούν 120-140 έδρες, ενώ στις περασμένες εκλογές με τελικό ποσοστό 24,1% είχαν εξασφαλίσει 141.

Συνολικά, από τον α΄ γύρο εξελέγησαν 110 βουλευτές. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι οι 109 από αυτούς προέρχονται από το κόμμα του Σαρκοζί και «συγγενή» κόμματα της δεξιάς και μόνο 1 από τους Σοσιαλιστές.

Η συντηρητικοποίηση και η πολιτική υποταγής στη σοσιαλδημοκρατία

Αναμφιβόλως, ο τρόπος με τον οποίο ο Νικολά Σαρκοζί κατάφερε να επικρατήσει και, μάλιστα, άνετα στις προεδρικές του Μάη, καθόρισε κατά πολύ το σκηνικό των βουλευτικών εκλογών. Μέσα από όλη την προεκλογική του εκστρατεία, ο Σαρκοζί εμφανίστηκε κυνικός και συχνά προκλητικά ακραία συντηρητικός στις εξαγγελίες και στις προτάσεις του, αλλά αποφασισμένος, σαφής και δυναμικός.

Απέναντί του, η κύρια αντίπαλός του, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν μπόρεσε να αρθρώσει ξεκάθαρο πολιτικό λόγο, γιατί δεν είχε ξεκάθαρες προτάσεις. Ο Σαρκοζί πέτυχε, λόγω ακριβώς των, ουσιαστικά, ελάχιστων διαφορών με τους Σοσιαλιστές, να περιορίσει το επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης στον τρόπο καλύτερης διαχείρισης του συστήματος και των κρίσεών του, όπως εμφανίζονται στη Γαλλία.

Σε αυτό ακριβώς το επίπεδο οι Σοσιαλιστές, αλλά και σχεδόν όλα τα κόμματα της ευρύτερα λεγόμενης αριστεράς που έσπευσαν, πριν καν τον α΄ γύρο, να συνταχθούν στο πλευρό της Ρουαγιάλ, αρνούμενα την αυτόνομη καθαρή τοποθέτησή τους, έχασαν έδαφος στην εκλογική προτίμηση για να φθάσουν σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, όπως το 1,93% που συγκέντρωσε η Εθνική Γραμματέας του Γαλλικού ΚΚ και προεδρική υποψήφια Μαρί Μπιφέ. Δεν είναι τυχαίο ότι της εντυπωσιακής πτώσης διασώθηκε μόνο ο νεαρός Ολιβιέ Μπεζανσενό, της τροτσκιστικής «Επαναστατικής Εργατικής Λίγκας», που άγγιξε το 5%, κάνοντας κριτική και στους Σοσιαλιστές και στη λογική της συνδιαχείρισης της εξουσίας και του συστήματος.

Αμέσως μετά την εντυπωσιακή του επικράτηση, ο Σαρκοζί επιχείρησε να δώσει την εικόνα του «ενωτικού», του «υπερκομματικού», που θα προχωρήσει σε «μεταρρυθμίσεις και χρειάζεται τη συμμετοχή όλων», σχηματίζοντας ένα κυβερνητικό σχήμα όπου συμμετέχουν και πρόσωπα προερχόμενα από τους Σοσιαλιστές (όπως ο υπουργός Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ) και άλλοι «κεντρώοι». Το ότι επικράτησε η λογική της αποτελεσματικότερης διαχείρισης μέσα και από κυβερνητικά σχήματα που θα «υπερσκελίζουν τις παραδοσιακές διαφορές μεταξύ αριστεράς - δεξιάς», δεν είναι, όμως, επίτευγμα των ικανοτήτων του Σαρκοζί.

Στη λογική αυτή η γαλλική κοινωνία εισήλθε πολλά χρόνια νωρίτερα, όταν οι κυβερνητικές συγκατοικήσεις Σοσιαλιστών, Γαλλικού ΚΚ και Πρασίνων προχωρούσαν σε πάγωμα μισθών, σε κλείσιμο μεγάλων βιομηχανικών μονάδων για λόγους ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, σε ιδιωτικοποιήσεις κρατικών υπηρεσιών, σε άλωση του κράτους πρόνοιας, σε περικοπές συντάξεων και εργασιακών δικαιωμάτων... Ο Σαρκοζί εμβόλισε ως ένα βαθμό το λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο, επειδή παρουσιάστηκε ως εγγυητής καλύτερης διαχείρισης σε μια κοινή γνώμη που γαλουχήθηκε, την τελευταία δεκαετία σχεδόν μέσα από τα κεντροαριστερά σχήματα, σε αυτή την νοοτροπία εγκαταλείποντας κάθε λογική ρήξης.

«Η ιστορική πτώση της αριστεράς στη Γαλλία οφείλεται, με δύο λόγια, στο ότι εγκατέλειψε τον αυθεντικό της ρόλο δίπλα στους εργαζομένους για να αναλάβει να διαχειριστεί το σύστημα, να "προσαρμόσει" τη Γαλλία στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, να "απαλύνει και να κάνει δικαιότερο" τον καπιταλισμό, προς όφελος του κεφαλαίου...». Αν η εξήγηση ακούγεται αυτονόητη, έχει ενδιαφέρον ότι διατυπώνεται από έναν από τους κυριότερους υποστηρικτές του «κινήματος κατά της (λεγόμενης) Παγκοσμιοποίησης» και ιδιαίτερα του ρεύματος εκείνου που έχει υποστηρίξει τις «δυνατότητες βελτίωσης του συστήματος»: Του Ιγνάσιο Ραμονέ της «Μοντ Ντιπλοματίκ». Γενικότερος προβληματισμός ίσως;

Οσο για την πτώση της ακραιφνούς ακροδεξιάς του Λεπέν, οι σχολιαστές εκτιμούν ότι δεν μπορεί απαραίτητα να θεωρηθεί μόνιμη τάση, ούτε και να ερμηνευτεί με μια γενικόλογη εκτίμηση της «πτώσης των δύο άκρων του πολιτικού συστήματος». Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι ο Σαρκοζί κατάφερε να αλιεύσει τις ακροδεξιές ψήφους με τις ακραίες τοποθετήσεις του και την αξιοποίηση του φοβικού συναισθήματος, κυρίως των μικρομεσαίων απέναντι στα τεράστια κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα. «Αυτό δε σημαίνει, εκτιμούν αναλυτές, ότι θα διατηρήσει αυτές τις ψήφους».

Η επόμενη μέρα για τη Γαλλία, που μοιάζει να εγκαταλείπει οριστικά το γκολισμό, εισερχόμενη σε μια περίοδο λαϊκίστικης νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, εξαρτάται από το κατά πόσο ο Σαρκοζί θα έρθει αντιμέτωπος με μια πραγματικά ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση, που θα πείσει το μέσο Γάλλο ότι υπάρχει και άλλος δρόμος εκτός των υπαρχόντων «τειχών». Ενας δρόμος, που θα στοχεύει, πάντα, σε μια ολική και οριστική ρήξη με το σύστημα.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ