«Ξένε, από το λαβύρινθο που μπήκες, για να βγεις, μια συμβουλή έχω μόνο να σου δώσω: να σκεφτείς...», προειδοποιεί μια μυθική μορφή στην είσοδο, «γιατί όλα για σένα να είναι απαγορευμένα και μόνο το δικαίωμα στην αυτοκαταστροφή σου παραχωρούν απλόχερα». Και αμέσως μετά, εικόνες και κείμενα περιγράφουν την άγρια πραγματικότητα του καπιταλισμού: πόλεμος, βαρβαρότητα, καταστολή, ανεργία, ανυπαρξία δημόσιας και δωρεάν παιδείας, πολιτιστικά σκουπίδια. Δηλαδή, όλα αυτά που σπρώχνουν τους νέους στην αβεβαιότητα και την απόγνωση. Κι απέναντι σ' αυτά ακριβώς, η πρόταση που το ίδιο το σύστημα προωθεί, η πρόταση της φυγής. «Ο Γιωργάκης, ο κηπουρός» να προτείνει ως αντίδοτο στη σκληρή πραγματικότητα, τα «μαλακά» ναρκωτικά. Να προτείνει τη «νομιμοποίηση», την ίδια στιγμή που οι έμποροι παραμένουν άφαντοι και αυξάνουν τα κέρδη τους ανενόχλητοι.
Πριν από την έξοδο του λαβύρινθου η ίδια μυθική μορφή που στέκει στην είσοδο τονίζει: «Εκτός από το δρόμο του Μινώταυρου, υπάρχει κι ο δρόμος του Θησέα... πάρε το μίτο του αγώνα κι ακολούθησε το δρόμο της ανθρωπιάς και της αξιοπρέπειας». Εκεί ακριβώς, υπάρχουν δυο πόρτες. Η μια καλυμμένη με μαύρη κουρτίνα, κρύβει την αγριάδα του λευκού θανάτου. Η άλλη με μια κόκκινη κουρτίνα οδηγεί στην επιλογή της ανυπόταχτης στάσης ζωής, οδηγεί ξανά στα φώτα και τα χρώματα του Φεστιβάλ εκεί που στέλνεται το μήνυμα: «Ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος, έλα μαζί μας, στο δρόμο του αγώνα»!