Κυριακή 18 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ρέμα μπροστά, πίσω γκρεμός...

Παπαγεωργίου Βασίλης

Με ρωτάς κάτι για το βίο μου να σου πω. Μωρέ μπράβο, όρεξη που την έχεις! Πολλές φορές το σκέφτηκα... Αλήθεια, γνωριζόμαστε τόσο καιρό, όμως τι ξέρεις για μένα; Σου λέω εγώ! Δεν ξέρεις τίποτα! Τότε που έφυγα από το χωριό, όταν ξενιτεύτηκα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι τα πάθια μου σε κανέναν άνθρωπο δε θα τα εμπιστευτώ. Γιατί αυτό; με ρωτάνε και σήμερα ακόμα τα παιδιά μου. Γιατί κανείς δεν πρόκειται να με πιστέψει, τους λέω εγώ! Ομως από τότε που άφησα τη δουλειά και βγήκα στη σύνταξη, όλο και τριγυρίζω στον περασμένο καιρό και συλλογίζομαι πως δε θα 'τανε κακό σε κάποιον άνθρωπο να ανοίξω την καρδιά μου, ίσως λιγοστέψει έτσι ο πόνος της ο σουβλερός. Γιατί, εγώ που με βλέπεις, του λιναριού τα πάθη πέρασα, τόσο που - μα τον Κύριο - ντρέπομαι ακόμα και να τα θυμηθώ! Ασε που φοβάμαι μήπως κανείς δε με πιστέψει! Δώσε βάση! Τι λες, το πιστεύεις εσύ ότι εγώ ήρθα στη Γερμανία χωρίς παπούτσια; Να, σε βλέπω που χαμογελάς, όμως πλάκα δεν κάνω. Ημουνα δεκαοχτώ χρονώ και παπούτσια δεν είχα! Κατέβηκα στης Στουτγκάρδης το σταθμό και γαλότσες φόραγα, κάτι βάρκες γυαλιστερές που τις φτέρνες μου τις είχανε πληγιάσει. Τώρα τι λες; Αμ, το άλλο, το κυριότερο, εκείνο με κανέναν τρόπο δε θα το πιστέψεις, άσε που ντρέπομαι κιόλας να στο πω! Κατέβηκα από το τρένο χωρίς βρακί, λόγω τιμής, μη ζαρώνεις τα φρύδια σου, παραμύθια δε λέει η Τριανταφυλλιά. Χωρίς βρακί, σλιπάκι το ονομάζει η κόρη μου σήμερα, και ήτανε Γενάρης! Ομως πρέπει από την αρχή να σου τα ιστορήσω για να μη νομίζεις πως παραμιλώ. Από το χωριό έφυγα με ένα μπουλούκι συχωριανών. Για το Μπίλεφελντ πηγαίνανε, το όνομα ετούτο ούτε που μπορούσα να το πω εκείνο τον καιρό. Τέλος πάντων εκεί τα πατριωτάκια μου είχανε φτιάξει ένα δικό μας χωριό, τόσοι πολλοί είχανε φύγει από την πατρίδα... Είχα κλείσει τα δεκάξι εγώ, προκοπή δεν έβλεπα στα μέρη μας, άντε, να πάω έξω. Πού να μ' αφήσει η μανούλα μου, παιδί θηλυκό, δύσκολο το ζήτημα, όμως άλλο δρόμο δεν μπορούσα να βρω. Και έφτασα στη Γερμανία με το Ακρόπολις Εξπρές, έτσι λέγανε το τρένο που μας ταξίδευε εκείνο τον καιρό. Οσο κι αν το ταξίδι ήτανε κουραστικό, το χάρηκα εγώ! Ε, ψυχή μου, όταν μπήκαμε στην Αυστρία, τα ψηλά βουνά πράσινα -πράσινα, με χιόνι στις κορφές! Θαύμα του θεού! Και μετά ντούκου - ντούκου ο σιδηρόδρομος έφτασε στο δικό μου τον προορισμό. Οι πατριώτες μου, ξαδέρφια μακρινά, με καλοδεχτήκανε, ψάξανε να μου βρουν δουλειά, όμως στάθηκε αδύνατο αυτό. Και ξέρεις γιατί; Δεν είχα κλείσει ακόμα τα δεκαοχτώ κι έτσι δε με παίρνανε στο εργοστάσιο που οι δικοί μου δούλευαν. Εκεί να δεις στεναχώρια εγώ! Πώς θα ζήσω εδώ, σε τόπο ξένο που δεν έχω, που λέει ο λόγος, πού να σταθώ; Ομως πάντα βρίσκεται δρόμος, βοηθάει και ο Θεός! Κάποιοι γνωστοί σε κάποιο γνωστό τους με συστήσανε. Ελληνας ήτανε κι αυτός, μα δε ζούσε εδώ, στη Γερμανία δηλαδή. Στην Αγγλία είχε φτιάξει το γιατάκι του. Ναι, σου λέω, έχω ιστορία εγώ... Που λες, ο πατριώτης ετούτος με μπαρκάρισε μαζί με άλλες κοπέλες και έτσι στην Αγγλία βρέθηκα. Τι, θέλεις κάτι και για κείνη τη χώρα να σου ιστορίσω; Το πιστεύεις δεν το πιστεύεις, δεν ξέρω ούτε το παραμικρό! Το εργοστάσιο που με πήρε ήτανε στην εξοχή, από τον κόσμο μακριά, τέρμα θεού, ο λόγος το λέει! Κονσέρβες φτιάχνανε εκεί όλων των ειδών, εγώ δούλεψα στα κρεατικά και τα σαλάμια. Στα φρούτα ήτανε καλύτερα, όμως σε κείνο το απτάιλο δεν κατάφερα να μπω. Ναι, καλά κατάλαβες, παίρνανε τις ανήλικες στα κρυφά, γι' αυτό απαγορευότανε να βγαίνουμε έξω. Ολα μέσα στο εργοστάσιο γινόντανε. Σα φυλακή ήτανε, τι να σου πω; Ενα κομμάτι ψωμί έβγαζα, βλέπεις το μεροκάματο δεν ήτανε όπως στη Γερμανία καλό. Τέλος πάντων, κάποιο μπέρδεμα έγινε, πού να στα λέω, άσε που όταν τα θυμάμαι πονάω ακόμα και στο πιο βαθύ μου σωθικό, που λες ένα μπέρδεμα έγινε και οι καινούργιες έπρεπε να φύγουμε, στα γρήγορα και σαν τους κλέφτες. Ούτε τα πράματά μας δε μας αφήσανε να πάρουμε, τέτοια βιασύνη, τόσο που το 'σκασα ξεβράκωτη εγώ, οι άλλες στα γρήγορα την ώρα που άλλαζα με αρπάξανε... Στο μεταξύ είχε κυλήσει ο καιρός, είχα πατήσει τα δεκαοχτώ και πήρα το δρόμο για εδώ. Για τη Στουτγκάρδη θέλω να πω. Ε, τότε ήτανε ακόμα αυτό που το λέγανε «το θαύμα το γερμανικό». Εσύ δεν ξέρεις απ' αυτά, έπρεπε τότε να σε 'χω εδώ να δεις πώς γίνονται τα θαύματα! Τέλος πάντων, είναι βάλσαμο ο καιρός, σε κάνει τα πιο δύσκολα να τα ξεχνάς. Και κάπως γαληνεύεις. Μετά παντρεύτηκα, καλά μου βγήκανε τα δυο μου τα παιδιά, δόξα να έχει η Μεγαλόχαρη! Ομως τώρα στα γεράματα άλλο με βρήκε, μα και τούτο είναι δύσκολο να σου το πω. Ναι, μωρέ, δεν ξέρω αν πρέπει να κλαίω ή να γελάω. Ο άντρας μου, που μια ζωή μαζί φάγαμε τα βάσανα με το κουτάλι το βαθιό, τώρα που γέρασε έχασε κάθε τσίπα, φέρνεται λες και στο κεφάλι του νερούλιασε το λιγοστό του το μυαλό. Πρώτα τα 'μπλεξε με μια δικιά μας, συμπατριώτισσα θέλω να πω. Τι νομίζεις, καψερέ, πως σ' ερωτεύτηκε; του είπα εγώ και τον άφησα του κεφαλιού του να κάνει. Οχι, θα σκάσω! Ομως τα παιδιά μας πήρανε το πράμα με το μέσα μυαλό και του κηρύξανε τον πόλεμο, τον στήσανε στα έξι μέτρα σου λέω, έγινε χαμός! Θα μας ρεζιλέψεις εσύ, ο πατέρας μας; Στο χωριό μας στην Ελλάδα την πήγε τη λεγάμενη, όμως η κυρά τον παράτησε όταν τέλειωσαν τα ψιλά και να σου πίσω στη Γερμανία ο παππούς. Αντε συγνώμες και μυξοκλάματα, ε, είπαμε εγώ και τα παιδιά... Τον συχωρέσαμε! Πολύς καιρός δεν πέρασε και να τος ο καλός σου με μια Πολωνέζα, νταρντάνα ξανθιά που το πάει το γράμμα. Τα σούρτα - φέρτα δεν κράτησαν πολύ. Πάλι ξέμπαρκος ο μπαμπάς..., αστειευότανε ο γιος μου που κατά βάθος ανησυχούσε, γιατί είχε εξαφανιστεί ο πατέρας του. Ε, είπα κι εγώ, δόξα Σοι ο Θεός! Μόνο την ησυχία μου θέλω και την υγειά μου! Αρκετά τον ανέχτηκα, ας πάει όπου του αρέσει. Τι ήθελα να το πω; Πολύς καιρός δεν πέρασε και μας βρήκε άλλο ξαφνικό! Η Αστυνομία πλάκωσε στο σπίτι μου! Ρωτάς πώς αυτό; Ξέρεις τι έκανε ο άντρας μου ο παλαβός; Παράγγειλε μια κοπέλα στον κατάλογο! Το γνωρίζεις για, με τρεις - τέσσερις χιλιάδες ευρώ αγοράζει ο κάθε βλαμμένος μια γυναίκα τοις μετρητοίς, άσπρη, μαύρη, κίτρινη, από του διαόλου τη μάνα! Ε, ο δικός μου αγόρασε μια μαύρη, κάπου από την Αφρική, όμως κορόιδο ήταν αυτή να κάτσει μαζί με το χούφταλο; Βγήκε έξω, γνωρίστηκε, σε κάποια σπείρα έμπλεξε, το 'ριξε στα ναρκωτικά, ποιος ξέρει τι έγινε; Να μη στα πολυλογώ, μέσα στο σπίτι του άντρα μου έκρυβε η αραπίτσα τα χάπια, τα χασίσια, δεν ξέρω τι να σου πω... Και η Αστυνομία μπήκε και στο δικό μου το σπίτι, ψάξανε ακόμα και πίσω από τα εικονίσματα, μου αναποδογυρίσανε και το καντήλι! Τραβήγματα είχαν και τα παιδιά μου! Βέβαια τίποτα δεν έγινε, εμείς όλοι, και ο άντρας μου ακόμα, καθαροί είμαστε, όμως το ρεζιλίκι! Γέλασε ο κάθε πικραμένος! Τώρα από την αγωνία και το ρεμπελιό, ποιος να ξέρει; ταμπλάς τον έπιασε τον άντρα μου τον άχρηστο, στο δρόμο τον μάζεψε με το κουταλάκι το Πρώτων Βοηθειών, σου λέω! Θέλεις και τίποτα άλλο από τη ζωή μου να σου διηγηθώ ή φτάνουνε αυτά; Τώρα εσύ πες μου τι να κάνω, πώς να συμπεριφερθώ; Να τον συχωρέσω, όλα να τα ξεχάσω, να τα σβήσω, σαν καλή Χριστιανή να του φερθώ; Ή να τον διαολοστείλω, να τον πετάξω σε κανένα ίδρυμα, να τον αφήσω να σαπίσει και να γυρίσω επιτέλους στο χωριό; Ρέμα μπροστά, πίσω γκρεμός, έτσι ήταν πάντα ο βίος μου... Ομως δε θέλω εσένα να σε πικράνω, καλό μου 'κανες που με κατάφερες τα πάθια μου να σου τα εξομολογηθώ, κάτι μέσα μου σα να ξαστέρωσε... Ας είσαι καλά, από την καρδιά μου στο εύχομαι... Και να κυλάει η ζωή σου πάντα σαν το γάργαρο, δροσερό νεράκι...

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά (2008-12-28 00:00:00.0)
Το χρέος (2006-04-11 00:00:00.0)
Ενα «μπέρδεμα» (2005-12-20 00:00:00.0)
Καλά Χριστούγεννα (2001-12-25 00:00:00.0)
"Εγώ τι φταίω"! (1997-10-12 00:00:00.0)
Μακάρι να είχα... (1996-08-28 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ