Κυριακή 1 Οχτώβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Φέρτε μου ένα μαντολίνο για να δείτε πώς πονώ

Φταίει άραγε πάντα μόνον ο θύτης; Ενα ερώτημα που πάντα με βασάνιζε και αναπάντητο συνεχώς έμενε, γιατί τη μια φορά ήμουν κατηγορηματική «πως ο θύτης είχε όλη την ευθύνη», ενώ την άλλη πάλι δίσταζα και δίβουλη ήμουν. Το τοπίο όμως ξεκαθάρισε αυτές τις μέρες και με βεβαιότητα πια μπορώ να πω: «Οχι δε φταίει πάντα ο θύτης που μαχαιρώνει το θύμα αλλά και το θύμα, ιδίως όταν οικειοθελώς προσφέρει το μαχαίρι της σφαγής του, στο δήμιο του. Τότε είναι και συνυπεύθυνο και ταυτόχρονα ανεύθυνο». Με ποια αφορμή κατέληξα επιτέλους σε αυτό το συμπέρασμα: Μετά την ανάγνωση του.... «πολύκροτου» μυθιστορήματος «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι».

Φταίει ο «ιστορικός» Λουί ντε Μπερνιέ που είναι παραχαράκτης της ιστορίας: Ναι, αναμφίβολα φταίει.

Φταίει ο συγγραφέας Λουί ντε Μπερνιέ που δεν έχει ιδέα από το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, ενώ ταυτόχρονα το «πόνημα» του, το λογοτεχνικό ατόπημά του θα λέγαμε, έγινε μπεστ σέλερ, κινηματογραφική ταινία, και ίσως - ο Θεός να βάλει το χέρι του και να το εμποδίσει - να γίνει και σίριαλ; Οχι, δε φταίει. Τότε ποιος φταίει; Το ζαβό το ριζικό μας ή το κρασί; Ολοι φταίμε, για όλα φταίμε, λέει ο Ντοστογιέφσκι και έχει απόλυτα δίκιο. Δεν ήμουν μεθυσμένη, ούτε το ριζικό είχε καμιά σχέση με τη δολοφονία της λογοτεχνίας, αλλά η ανοησία μου έφταιξε και η κακώς εννοούμενη περιέργειά μου που με έσπρωξε να διαβάσω αυτό το απερίγραπτο και ατέλειωτο εξάμβλωμα. 'Η, ας το πω αλλιώς: Ενοχος είναι ο ακατανόητος τρόμος που νιώθουμε οι περισσότεροι για να μη μείνουμε «εκτός». Για να είμαστε συνεχώς μέσα στα πράγματα...

Φταίω εγώ και κανείς άλλος που έδωσε 5.500 δρχ., λες και μου περίσσευαν, για να αποκτήσω «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι». Φταίω εγώ, που αντί να κάνω αυτό που όφειλα, δηλαδή να το πετάξω στα σκουπίδια για να κρύψω την ντροπή μου, αλλά και να σωθώ από την αφόρητη πλήξη που με κυρίευσε από τις πρώτες κιόλας σελίδες, το κράτησα και το διάβασα. Χαράς το κουράγιο μου. Χαράς τη βλακεία μου. Με άλλα λόγια, επέμενα να τυραννιέμαι και να σπαταλώ πολύτιμες ώρες, ώρες που δε θα ξαναγυρίσουν από τη μια και μοναδική ζωή που μου χαρίστηκε.

Δε θα σταθώ στις ανιστόρητες αρλούμπες που αράδιασε ελαφρά τη καρδία (και βαριά την τσέπη) ο... «συγγραφέας» του, έχουν μιλήσει πολλοί, πολύ καλύτεροι και πολύ πιο ειδικοί από εμένα για το θέμα: όπως ο Βαγγέλης Σακκάτος, ο Σπύρος Λουκάτος και ο ίδιος ο Αμο Παμπαλόνι και πολλοί άλλοι, για τις ανακρίβειες, τις ύβρεις, την παραχάραξη της ιστορίας, που κυκλοφόρησε και διαβάστηκε στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Γερμανία, σε όλην την Ευρώπη και φυσικά στις ΗΠΑ. Προσπάθησα πολύ, και αλήθεια είναι ότι με βοήθησε η λογοτεχνική ασχετοσύνη του Μπερνιέ να πάρω τις πατριωτικές και ιστορικές αποστάσεις μου. Και λέω με βοήθησε, γιατί οι περιγραφές του χώρου, του χρόνου και των ανθρώπων δεν είχαν καμιά μα καμιά σχέση με το χώρο μου και με τους ανθρώπους μου. Ετσι, συγχωρέστε με, δεν οργίστηκα, δε συγκινήθηκα, δεν αγανάκτησα, δε θύμωσα που περιγράφει όπως περιγράφει τους Κεφαλλονίτες. Απλώς και μόνο γιατί είχα την αίσθηση πώς όλα αυτά τα φοβερά δε γίνονταν στον τόπο μου και οι άνθρωποι που τα έκαναν δεν ήταν Ελληνες, δεν ήταν Κεφαλλονίτες, αλλά κάτοικοι όχι άλλης χώρας, αλλά διαφορετικού ηλιακού συστήματος.

Με κόπο, με πολύ κόπο προσπάθησα να προχωρήσω, να διατρέξω τις σελίδες, να διαπρέψω σε επιμονή και υπομονή και σε βλακεία! Διότι ήθελα τουλάχιστον να φτάσω στο ειδύλλιο, στον θυελλώδη έρωτα της Πελαγίας και του λοχαγού Κορέλι μπας και αποζημιωθώ για τα χρήματα που έδωσα, για το χρόνο που σπατάλησα. Ασθμαίνοντας διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε έλεος, δεν είχα σωτηρία. Ποτέ δεν έτυχε να διαβάσω, ούτε στα πιο ευτελή ανοσιουργήματα τέτοια ερωτική καρικατούρα, τέτοιο «απαθές»... πάθος. Εθαψε και γελοιοποίησε τον έρωτα ο ντε Μπερνιέ. Προσπάθησε να τον περιγράψει αλλά δεν τα κατάφερε, ίσως γιατί ποτέ του δεν τον έζησε. Φυσικά, ένας πραγματικός συγγραφέας μπορεί να φαντάζεται και να περιγράφει καταστάσεις που δεν τις έχει ποτέ ζήσει. Το ταλέντο, η ευαισθησία και η φαντασία του, του υπαγορεύουν τα πολύπλοκα, πολυσήμαντα, ευγενικά αλλά και οδυνηρά ανθρώπινα αισθήματα. Αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με λογοτέχνη, έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο ο οποίος «αποφάσισε» (σ.σ. δικά του είναι τα λόγια) «να κάνει ένα επάγγελμα που δε θα χρειαζόταν να φορά γραβάτα». Φυσικά, θα μπορούσε ο κύριος αυτός να κάνει πολλά αξιοπρεπή επαγγέλματα που δεν απαιτούν γραβάτα. Να όμως που διάλεξε τη συγγραφή και αυτό φαίνεται ότι δεν ήταν τυχαίο. Ασυνείδητα ίσως να φοβήθηκε μια πιθανή κρίση αυτογνωσίας και σε αυτές τις περιπτώσεις η γραβάτα είναι επικίνδυνη. Μπορεί να κρεμαστεί κανείς, πού ξέρεις; Τελειώνοντας αυτές τις αυτοκριτικές σκέψεις για την απερισκεψία μου, την ανοησία και τη γελοία «φιλομάθειά» μου, για τη σπατάλη χρόνου, χρήματος και αντοχής, θέλω να απευθύνω έκκληση στον αναγνώστη και «καταναλωτή» να μην παρασύρεται από τη διαφήμιση ή και τη δυσφήμιση - και αυτή ακόμη καμιά φορά λειτουργεί θετικά - και να προσέχει τι αγοράζει, τι διαβάζει και τι του σερβίρουν. Και να μιμηθεί την κυρία, που είδα, ιδίοις όμμασι, η οποία επέστρεψε σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας το εν λόγω βιβλίο. Τι άλλο να προσθέσω; «Φέρτε μου ένα μαντολίνο για να δείτε πώς πονώ»;


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ