Κυριακή 8 Ιούνη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Θαυματουργή» η δύναμη της μνήμης

Σκέψεις μετά από μια επίσκεψη στο Μουσείο Χαλεπά στην Τήνο

Γιαννούλης Χαλεπάς
Γιαννούλης Χαλεπάς
«Και μόνο που υπάρχω, έχω περίσσευμα. Υπάρχουνε πλούσιοι ενδεείς κι ενδεείς πολύ πλούσιοι, όπως εγώ. Το σώμα μου έτυχε να 'ναι γεμάτο παράθυρα χύθηκε μέσα μου ήλιος πολύς κι ο χρυσός μου περίσσεψε» (ανέκδοτο Νικηφόρου Βρεττάκου).

Ενας «ενδεής πολύ πλούσιος» υπήρξε και ο Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο χρυσός του περίσσεψε στον τόπο και στο χρόνο, αλλά κάποιοι πλούσιοι ενδεείς, όπως υπήρξε πάντα αυτό το κράτος προς τη μυθιστορηματική αυτή μορφή με χαρακτηριστικά αγίου, που εξακολουθεί να συγκινεί ειδικούς, καλλιτέχνες, αλλά και ένα ευρύτερο κοινό, μένουν ασυγκίνητοι. Ο ταλαντούχος καλλιτέχνης με την τεράστια αναγνώριση, την τραγική μοίρα, την τρέλα και την απομόνωση, κατέχει αναμφισβήτητα μια εντελώς μοναδική θέση στη νεοελληνική γλυπτική.

Είχε απόλυτο δίκιο ο Στρατής Δούκας στο βιβλίο του «Ο Βίος Ενός Αγίου», που γράφει «ο Χαλεπάς είναι ο νεοέλληνας καλλιτέχνης που, μ' όποιο όνομα και να τον καλέσουμε, θα 'ταν κατώτερο από τη μεγαλοσύνη του». Πράγματι «το σώμα του» και η τέχνη του «έτυχε να 'ναι γεμάτο παράθυρα» και να «χυθεί μέσα του ήλιος πολύς» και ο «χρυσός» του να μας χαριστεί. Αλλά εκεί που γεννήθηκε, εκεί που έζησε και δημιούργησε τη δεύτερη περίοδο της δημιουργίας του, εκεί που στέκεται ακόμη ορθό το «θεμέλιο» του βίου του, χάρη στη φροντίδα της κοινότητας του Πύργου, εκεί που τα ίχνη του συλλαβίζονται πόντο - πόντο, στους τοίχους, στα προσωπικά του αντικείμενα, στα ενθυμήματα που άντεξαν στο χρόνο, στα έργα και τα σχέδια, στα προπλάσματα και στα βιβλία που έχουν γραφτεί γι' αυτόν, και πωλούνται στους επισκέπτες, προκειμένου να μπορεί να συντηρηθεί αυτός ο χώρος που λέγεται Μουσείο Χαλεπά και δεν είναι άλλο από το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά, εκεί νιώθεις και αγανακτείς από την αδιαφορία του κράτους και του ΥΠΠΟ.

Την ίδια στιγμή που κυβερνητικοί παράγοντες κόβουν κορδέλες και καμαρώνουν μπροστά στους τηλεοπτικούς φακούς, την ίδια στιγμή Μουσεία της περιφέρειας, εγκαταλειμμένα, τα περισσότερα, στο πέρασμα του χρόνου, ατενίζουν ένα, μάλλον, ζοφερό μέλλον, εξαιτίας της κρατικής αδιαφορίας των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Οσο καλή θέληση και διάθεση να έχει η κοινότητα του Πύργου στην οποία ανήκει το Μουσείο Χαλεπά, όσο πρόθυμη και φιλόξενη κι αν είναι η υπάλληλος του Μουσείου, που εξηγεί σχεδόν ενοχικά ότι τα χρήματα από το εισιτήριο εισόδου είναι τα μόνα έσοδα του Μουσείου μαζί με όσα δύναται η κοινότητα και διαθέτει για τη συντήρηση του Μουσείου, δεν αρκούν για να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες του. Αλλωστε, η κοινότητα έχει και τη φροντίδα του Μουσείου Τηνίων Καλλιτεχνών, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από το Μουσείο Χαλεπά όπου εκτίθενται έργα γλυπτικής Τηνίων Καλλιτεχνών τα οποία χρειάζονται συντήρηση.

Ωστόσο, αξίζει να επισκεφτεί κάποιος το Μουσείο Χαλεπά, σχεδόν επιβάλλεται. Μπορεί να μην έχει τη «θαυματουργή» δύναμη της Παναγίας της Τήνου, αλλά έχει μια άλλη θαυματουργή δύναμη. Τη δύναμη της μνήμης και του χρέους απέναντι σ' αυτόν, που όπως πολλοί άλλοι της τέχνης και του πνεύματος «δεν άνθισαν ματαίως». Μια δύναμη ψυχής. Και το μόνο «τάμα» ή το μόνο «κερί» που μπορούμε να «ανάψουμε» εκεί, που η πολιτεία είναι απούσα - είναι ένα απλό εισιτήριο με αντάλλαγμα το νοερό ταξίδι στο χρόνο, στη μνήμη που δεν πρέπει να σβήσει, ούτε να πάσχει. Και οι πιστοί του συναισθήματος δεν αποκλείεται ν' ακούσουν τον ήχο του καλεμιού, την πιο αγαπημένη μελωδία της παιδικής ζωής του Χαλεπά, που συνέχισε να τον καταδιώκει και να τον εμπνέει. Μπορεί να τον δεις να περνά με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, να πηγαινοέρχεται κυνηγημένος από τα οράματά του και τα φαντάσματά του και να φέρνει στο υπόγειο του σπιτιού του κοκκινόχωμα για πηλό και να τον κρύβει από τη μάνα του, να σχεδιάζει με κάρβουνο, να πλάθει λίγο πηλό, κρυφά όλα γιατί, όπως λέγεται, η μάνα του τα κατέστρεφε πιστεύοντας πως η τέχνη είναι υπαίτια της πάθησής του. Εκεί ξανάζησε από το 1902, όταν η μητέρα του μετά τον θάνατο του πατέρα του πήγε και τον πήρε από το ψυχιατρείο της Κέρκυρας, μέχρι και το 1930 που η ανιψιά του τον φέρνει στην Αθήνα.

Εκεί, λοιπόν, μακριά από τη λάμψη και τους πολύβοους δρόμους, εκεί ψηλά στους έρημους δρόμους, υπάρχουν στιγμές που επιτρέπουν στις δυνατές ψυχές, σε άλλες να νοσταλγούν και σε άλλες να «επιστρέφουν».


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ