Τον τράβηξα από τις ράγες. Πίσω μας ήταν οι στύλοι του Ολυμπίου Διός και μπροστά μας το Ζάππειο. Ψιλόβρεχε και κανένας από τους δυο μας δεν κρατούσε ομπρέλα. «Γιατί μπήκατε μπροστά στο τραμ»; τον ρώτησα. «Γιατί έκανα ένα πείραμα», μου απάντησε. «Λέω να μιλήσουμε σοβαρά. Τι πείραμα κάνατε»;
Με πιάνει αγκαζέ και με τραβάει κατά τις γραμμές. Αντιστέκομαι. «Μη φοβάστε», μου λέει. «Σας τράβηξα για να περάσουμε απέναντι και όχι να συγκρουστούμε με τον Επίκουρο, ο Επίκουρος είναι αυτός που έρχεται. Περπατώντας, εκεί στο Ζάππειο, θα σας εξηγήσω το πείραμα». «Μα βρέχει», προσπαθώ να τον αποφύγω. «Δε βρέχει», μου απαντάει. «Εντάξει, δε βρέχει. Ψιλοβρέχει». «Ούτε βρέχει, ούτε ψιλοβρέχει», μου λέει και με τραβάει προς το Ζάππειο, ενώ ο Επίκουρος σχεδόν μας ακούμπησε.
Μιλώντας, με έχει σφίξει δυνατά αγκαζέ. Προσπαθώ να λασκάρω λίγο το σφίξιμο, να πάρω τα μέτρα μου. «Δυστυχώς, αγαπητέ μου», του λέω μελαγχολικά, «όλα αυτά που αραδιάσατε και τα χιλιάδες άλλα, που δεν τα αναφέρατε, αλήθεια είναι». «Νομίζετε», μου λέει σαρκαστικά. «Τα πράγματα, κύριε, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πραγματικότητα. Ολα αυτά που σας είπα και όλα τα άλλα που φαντάζεστε, τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης, τα είκοσι εκατομμύρια των ανέργων της Ευρώπης, τα πενήντα εκατομμύρια των νέων ανέργων, οι πόλεμοι, οι αρρώστιες, η πείνα... δεν είναι αληθινά, η φαντασία μας τα πλάθει».
«Κλαις»; τον ρωτάω! «Κλαίω; Πού το βλέπεις το κλάμα; Η βροχή είναι, να κοίτα». Κάνει μια με το χέρι του και σκουπίζει το πρόσωπό του. «Δίκιο έχεις», του λέω, «δεν κλαις, η φαντασία μου το δημιούργησε». «Δεν το δημιούργησε η φαντασία σου», μου φωνάζει, «πραγματικότητα είναι. Κλαίω! Ναι, κλαίω. Δεν αντέχω, κύριε», συνεχίζει φωνάζοντας. «Να με πατήσει το τραμ ήθελα και όχι να επαληθεύσω τον Μπέρκλεϊ. Δεν είναι ζωή αυτή. Αυτή είναι κόλαση! Ομως, το αποφάσισα. Δε θα πεθάνω. Θα τους πεθάνω».